να χτίζεις για τους άλλους πύργους και παλάτια
παίρνοντας πέτρα απ’ το νταμάρι της καρδιάς σου
σκαμμένης απ’ τα χαμόγελα τα πάρε και τα δάκρυα
παίρνοντας χρώμα και γυαλί απ’ τη μεγάλη σου αγάπη
που γίνεται βράδι πρωί χίλια κομμάτια…
οι νέοι ποιητές σκαλίζουν στην καρδιά του κόσμου
για φρέσκους δρόμους για φρέσκα λιμάνια.
……………………………………………......
Κάποτε τέλειωσε κι αυτή η ιστορία
κ’ οι ποιητές λιγόστεψαν αμάν πόσο λιγόστεψαν
τόσοι πουλάν στην αγορά όσο όσο τα τελευταία τους ρετάλια
τόσοι αγοράζουν γιατρικά πανάκριβα για μια ποίηση
ξεγραμμένη πια.
Οι ποιητές λιγόστεψαν αμάν πόσο λιγόστεψαν
κ’ οι φίλοι…
μαύρα περήφανα έρημα ωραία και προδομένα
μέσ’ απ’ τα σπλάχνα των τσιτσάνηδων πετάγονται καθώς
μέσ’ απ’ τα σπλάχνα του εργάτη: Σας μισώ
μέσ’ απ’ τα σπλάχνα του φαντάρου: Δε θέλω
καθώς μέσ’ απ’ τα σπλάχνα του εραστή πετάγεται: Τι μπορώ
να κάνω για σένα αγάπη μου; Και κλαίει…
πληγή απ’ το φιλί της τρελής ξανθιάς
πληγή από σφύριγμα το βράδι
πληγή από της ερημιάς το μελαγχολικό τραγούδι
πληγή απ’ αγκάθι ρόδου
πληγή από την καλημέρα ξένου
πληγή της γειτονιάς σαν παίρνει να βραδιάζει
πληγή από ανυπόφορη αγάπη
λυσσασμένη γάτα
λυσσασμένη γυναίκα
λυσσασμένη αγαπημένη
λυσσασμένο εργοδότη
πληγή απ’ τ’ αδυσώπητο εργαλείο της δουλειάς
πληγή απ’ την καλοσύνη ανυποψίαστης αγκαλιάς
πληγή απ’ το μεγαλείο της φτωχιάς
πληγή από ανάμνηση κι από βαριά κουβέντα
απ’ το μαχαίρι του ριγμένου φίλου
απ’ το χαμόγελο του πεθαμένου φίλου
πληγή από φωτιά φωτιά κι από φωτιά ονείρου
πληγή απ’ του αποτυχημένου τη ντροπή
κι απ’ τη σιωπή του ντροπιασμένου
πληγή απ’ τα νύχια του τρομοκρατημένου
πληγή απ’ τα νύχια απ’ τα δόντια απ’ τα αχ απ’ τα φιλιά
της προδομένης που γαντζώθηκε πριν φύγει πάνω σου
και μένει εκεί για πάντα να σου γδέρνει την καρδιά
πληγή της εξορίας της φυλακής και της ελευθερίας
πληγή απ’ τη μάχη κι απ’ τη μάχη σου στο σπίτι
πληγή απ’ αυτόν που σ’ έριξε στο παζάρι
πληγή απ’ το πικρό παράπονο του αλήτη
πληγή από το στόμα της που βασανίζεται στην ξενιτιά
κι ακόμα η πληγή για την πληγή που δεν ομολογεί ποτέ
κανένα στόμα...
τρυφερό σημείωμα
τυφλή γιορτή
σε περιμένω πάλι
στο σκοτεινό ακρογιάλι
με την παλιά καρδιά
με δάκρυα
και ψεύτικα φιλιά.
η λύπη μου έγινε ένα σύγνεφο και πρέπει
ν’ απιθωθεί στα μάτια σου να βρέξει.
Δεν έχω άλλον ουρανό πλην απ’ τα μάτια σου…
ήλιος δροσιά πεύκα φαΐ κρασί κι αγάπη.
Στο πικάπ
έπαιζε ασταμάτητα
του Τσιτσάνη η «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Και κανείς δεν είπε ν’ αλλάξει ο δίσκος…
Πηγή: «Θωμάς Γκόρπας, Τα ποιήματα [1957-1983] Στάσεις στο μέλλον, Περνάει ο στρατός… Τα θεάματα», εκδ. Ποταμός, 2015.
Φωτογράφος: Henri Cartier-Bresson.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου