Δευτέρα 17 Απριλίου 2023

Γιώργος Θέμελης, "Φωτοσκιάσεις"




Φωτοσκιάσεις


I


Τα μάτια μου είναι από πηλό κι ανταύγεια.

Δεν το ’ξερα πως είναι τόσο ωραίο το φως.
Μέσα σε τόση λάμψη τόση απάτη.

Βουνά βουνών και δέντρα δέντρων,
Δέντρα βουνά, καθρεφτισμένα
Σαν μες σε μια αντανάκλαση.
Ετοιμόρροπα σπίτια, μυθικά φυτά.

Βλέπε το φως, ψυχή μου.

Είναι ωραίο, πολύ ωραίο,
Ένα ωραίο ψέμα αληθινό.

Το φως το αμφίβολο, το απόκρημνο.

Το ’χεις απάνω σου, το περπατείς,
Στα ρούχα σου, στη σάρκα, το σηκώνεις.
Το γεύεσαι, μάτια και χείλη, τ’ ανασαίνεις.

Αισθάνομαι να ’μαι από σκιά και φως, αντανακλώ.




VII


Θέλω να πω στην ψυχή μου,
Πως είμαι, υπάρχω, αντανακλώ.

Είμαι ένα ρόδο ή ένα σύμβολο.

Θέλω ν’ ανοίξουνε τα πέταλά μου,
Τ’ αόρατα φτερά μου τα κλειστά.

(Δεν έχω μύρο και άνεμο, δεν έχω διαστήματα).

Θέλουν τα μάτια να σε δουν,
Να σε χορτάσουν, Θεέ μου, θέλουν
Δίχως καθρέφτισμα και συγνεφιά.

Θέλουν τα μάτια να σε δουν,
Τα χέρια μου να σε κρατήσουν.

Κατάματα, κατάσαρκα.

(Βλέπουν τα μάτια και δε βλέπουν,
Τρέμουν τα χείλη και σφαλούν).

Αν είσαι αγέρας, σήκωσέ με,
Αν είσαι φως, πυρπόλησέ με.
Αν είσαι θάνατος, θανάτωσέ με.

(Μιλώ καθώς μιλούν οι ερωτευμένοι).




XIII


Αν είμαι από λάσπη και σιωπή,
Από σκιά και φως, από θάλασσα,
Μαύρος καπνός ή ένα σύγνεφο,
Πέτρινο άγαλμα, πέτρινος ήχος,
Θα με φάει το φως, θα με πάρει η μουσική.

Αν είμαι κάποιου ανέμου στεναγμός.

(Κάποιου μοναχικού Θεού το ανείπωτο,
το μέγα πάθος, το χαμένο μυστικό).

Η αγάπη μου είναι σα μια κραυγή
Μες στα μεσάνυχτα, κανείς δεν ξέρει
Ποιος στέναξε κι αντιλαλούνε τα βουνά.
Μονάχα η σάρκα μου ξυπνά
Μες απ’ τον ύπνο της, μες απ’ το θάνατο.

Όπως μια πόρτα που τη δέρνει ο άνεμος.


Από την ενότητα «Φωτοσκιάσεις»




Οδοιπόροι


Όταν περνώ τον εαυτό μου,
Σαν μέσα σ’ ένα άλλο ένδυμα,
Βγάζοντας τα καθημερινά κουρέλια,
                                                                   Το φως
Ανατέλλει και δύει στο πρόσωπό μας.

Η τύχη του κρέμεται μετέωρη,
Σαν από κάποιον ήλιο δικό μας.

Λέμε το φως ημέρα, το σκότος νύχτα,
Μοιράζουμε ονόματα: άστρα, φυτά και ζώα.

Είμαστε δίχως τάφο και πατρίδα,
Σαν τους πλανόδιους μουσικούς.
Τραγουδούμε, χορεύουμε, παίζουμε όργανα.

Η μουσική μας είναι η ομιλία μας, ο έρωτας
       το μυστικό μας.

Οδοιπορείτε, ακούραστοι οδοιπόροι, μιλάτε.
Τι στοιχίζει μια λέξη ακόμα, ένα όνομα.
Ένα χαμόγελο ή μια χειρονομία.


Από την ενότητα «Σημεία και σύμβολα»




Κατοικία


Καθόμαστε μόνοι στην κατοικία μας.
(Έξω αστράφτει, έξω βρέχει,
Έξω γαβγίζει το σκυλί).
Σαν σε κλειστό σπίτι άδειο ναό.
Σκοτάδι και μοναξιά.
Η μοναξιά του σώματος μέσα στη σάρκα,
Το ίδιο το πνεύμα μέσα μας, όπως το χάος,
Που μας κυκλώνει, μπαίνει ανάμεσά μας.

Το αισθάνεσαι το πνεύμα, τη μοναξιά,
Να λιμνάζει μέσα σου, ν’ ακινητεί,
Σαν ένα τέλμα, ν’ ανασηκώνεται,
Όπως η θάλασσα κ’ η θύελλα.

Για τούτο είναι αχώρητη κι αβάσταχτη
Η θάλασσα κι η μοναξιά,
Και κατατρώει τη σάρκα και την πέτρα.


Από την ενότητα «Έρωτος Εγκώμια»





Από τη συλλογή «Φωτοσκιάσεις» (1961).
Πηγή: «Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος και άλλα ποιήματα
»
[Επιλεγμένα ποιήματα 1923-1975], εκδ. Ρώμη, 2019.

Στην εικόνα: Edward Mitchell Bannister, «Sunset» (1875-80).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου