Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022

Ελένη Σιγαλού, "Εκπνοές νερού"




ΑΣΒΕΣΤΗΣ


Αφού το φως σαν τον ασβέστη καίει
λευκή πληγή στο βλέμμα και στα χέρια
στον κήπο της Γεσθημανής μαχαίρια
κόβουν της πέτρας τον ανθό και ρέει

ασήμι αίμα μιας ελιάς που γέρνει
στη ρίζα να θρηνήσει τη ρωγμή της.
Έλαιο ακριβό η πληρωμή της,
Η άρνηση τα βήματά της σέρνει

στον Μυστικό σου Δείπνο προδοσία.
Η τελευταία προσευχή ματώνει.
Πώς τρέμει ρήματι κ’ η απουσία

το απαρηγόρητο πως ξημερώνει
άκου −με της καρδιάς την ανταρσία−
να κελαηδάς αθέατο αηδόνι





ΑΠΟΔΕΙΠΝΑ ΒΕΛΗ

                                          Στον Κώστα Θ. Ριζάκη


Άκοπη πίκρα ακροβολίζεται μονάχη
ακροβατεί στης ερημιάς το μετερίζι
χρυσάφι κοίτασμα το χώμα σού χαρίζει
μες στης χαράδρας τις πτυχές η κάθε μάχη.

Πάνω στου απόδειπνου την πέτρα όπου πυκνώνει
μέσα στο μούχρωμα και τρώσει τη μορφή σου
ό,τι σού λείπεται θα γίνει η πληρωμή σου
μαύρο τσαλάκωμα στης νύχτας το σεντόνι.

Ικέτη δέηση ανίερη ξενίζεις
άμεμπτος άμπωτις συχνά ο λογισμός σου
νερά τραβιούνται αχνοφέγγει ο γκρεμός σου
ξέρες κρυμμένες στο ταξίδι σου ξορκίζεις.

Φαρέτρα μνήμης συναξάρι της γενιάς σου
άφευκτα βέλη συλλαβίζει η λαλιά σου





ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ


Εξορισμένο το κορμί από την γη σου
σκέφτεται τόπους μακρινούς να σεργιανίζεις
αλήτης ήλιος νά: στεγνώνει την πληγή σου
κι εσύ με θάλασσα να την ξαναγεμίζεις.

Τις νύχτες άγρια σιωπή θα ημερεύεις
απαρηγόρητος ο άνεμος να πνέει
στις μέρες άγουρο χρυσάφι θα γυρεύεις
να το φοράς πάνω στο δέρμα να σε καίει.

Σε μονοπάτια θα λαξεύεις τον γκρεμό σου
θα σκάβεις βράχους με το βλέμμα όλο λάβρα
θ’ αργοπορείς. Να μη ζυγώνει ο γυρισμός σου.
Και τα πανιά λησμονημένα πάλι μαύρα.

Σπάζει το τζάμι η βροχή και σε γραπώνει.
Στο κύμα ρίχνεσαι. Αντίκρυ ξημερώνει





ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ


Με σκεπασμένο πρόσωπο πάνε στον άλλο κόσμο
τα ήθη αυτά πανάρχαια κανένας δεν τ’ αλλάζει
ο νιος νεκρός μη φορτωθεί με φως που δεν του μοιάζει
και του ξεφύγουν μυστικά στον σκοτεινό του δρόμο.

Το τελευταίο σου φιλί μέσα στη μνήμη χάσμα
βαθύτερο του χώματος που τώρα σε σκεπάζει
κι αν χρόνος ένα τέχνασμα των ζωντανών φαντάζει
φοράω σάρκινη σκευή το τωρινό σου φάσμα.

Μια προσευχή από πηλό μια θάλασσα ερέβη
ένα τρικύμισμα του νου έξω από τη συνήθεια
στη συνοικία των θεών δεν μένει η αλήθεια
μα στα κλεισμένα βλέφαρα τ’ ανείπωτα σμιλεύει.

Σ’ άλλον Ιούλιο ίλιγγο όταν ξαναβρεθούμε
Στο φως που αξιωθήκαμε θα ξαναβαπτιστούμε





ΣΤΟ ΚΑΦΕ


Κάθεσαι στην απέναντι γωνιά
και κάπου-κάπου με κοιτάς. Στα τζάμια
πέφτει βροχή. Θολά κυλούν ποτάμια
ομπρέλες προσπερνούν τη μοναξιά.

Στον τοίχο πίσω σου παγκόσμιος χάρτης
με όλα τα ταξίδια του ανοιχτά
να φεύγαμε για κάπου μακριά
μέχρι να έβγαινε κι αυτός ο Μάρτης.

Jazz και espresso και αχνίζουν χνώτα
ωραίος ο ρυθμός της μουσικής.
Να στρίβαμε ν’ αλλάζαμε τη ρότα

πρόσω στο καλοκαίρι της ζωής!
Κουμπώνεις το παλτό σου. Πας στην πόρτα.
Όνειρα ράκη κάποιας Κυριακής





Από τη συλλογή «Εκπνοές νερού», εκδ. Κουκκίδα 2022.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου