λευκή πληγή στο βλέμμα και στα χέρια
στον κήπο της Γεσθημανής μαχαίρια
κόβουν της πέτρας τον ανθό και ρέει
στη ρίζα να θρηνήσει τη ρωγμή της.
Έλαιο ακριβό η πληρωμή της,
Η άρνηση τα βήματά της σέρνει
Η τελευταία προσευχή ματώνει.
Πώς τρέμει ρήματι κ’ η απουσία
άκου −με της καρδιάς την ανταρσία−
να κελαηδάς αθέατο αηδόνι
ακροβατεί στης ερημιάς το μετερίζι
χρυσάφι κοίτασμα το χώμα σού χαρίζει
μες στης χαράδρας τις πτυχές η κάθε μάχη.
μέσα στο μούχρωμα και τρώσει τη μορφή σου
ό,τι σού λείπεται θα γίνει η πληρωμή σου
μαύρο τσαλάκωμα στης νύχτας το σεντόνι.
άμεμπτος άμπωτις συχνά ο λογισμός σου
νερά τραβιούνται αχνοφέγγει ο γκρεμός σου
ξέρες κρυμμένες στο ταξίδι σου ξορκίζεις.
άφευκτα βέλη συλλαβίζει η λαλιά σου
σκέφτεται τόπους μακρινούς να σεργιανίζεις
αλήτης ήλιος νά: στεγνώνει την πληγή σου
κι εσύ με θάλασσα να την ξαναγεμίζεις.
απαρηγόρητος ο άνεμος να πνέει
στις μέρες άγουρο χρυσάφι θα γυρεύεις
να το φοράς πάνω στο δέρμα να σε καίει.
θα σκάβεις βράχους με το βλέμμα όλο λάβρα
θ’ αργοπορείς. Να μη ζυγώνει ο γυρισμός σου.
Και τα πανιά λησμονημένα πάλι μαύρα.
Στο κύμα ρίχνεσαι. Αντίκρυ ξημερώνει
τα ήθη αυτά πανάρχαια κανένας δεν τ’ αλλάζει
ο νιος νεκρός μη φορτωθεί με φως που δεν του μοιάζει
και του ξεφύγουν μυστικά στον σκοτεινό του δρόμο.
βαθύτερο του χώματος που τώρα σε σκεπάζει
κι αν χρόνος ένα τέχνασμα των ζωντανών φαντάζει
φοράω σάρκινη σκευή το τωρινό σου φάσμα.
ένα τρικύμισμα του νου έξω από τη συνήθεια
στη συνοικία των θεών δεν μένει η αλήθεια
μα στα κλεισμένα βλέφαρα τ’ ανείπωτα σμιλεύει.
Στο φως που αξιωθήκαμε θα ξαναβαπτιστούμε
και κάπου-κάπου με κοιτάς. Στα τζάμια
πέφτει βροχή. Θολά κυλούν ποτάμια
ομπρέλες προσπερνούν τη μοναξιά.
με όλα τα ταξίδια του ανοιχτά
να φεύγαμε για κάπου μακριά
μέχρι να έβγαινε κι αυτός ο Μάρτης.
ωραίος ο ρυθμός της μουσικής.
Να στρίβαμε ν’ αλλάζαμε τη ρότα
Κουμπώνεις το παλτό σου. Πας στην πόρτα.
Όνειρα ράκη κάποιας Κυριακής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου