ένας απίστευτα γενναίος ισορροπιστής
βαδίζω απρόσεχτα χορεύω
γλιστράω κρατιέμαι την έσχατη στιγμή
παίζω με την κομμένη σας ανάσα
περιγελώ τα επιφωνήματα
εγώ ο ίδιος πριονίζω το σχοινί
στο χέρι μου κρατάω σφιχτά τον ουρανό
τον τρύπιο σκούφο μου για τα φιλοδωρήματα
το ξέρω πως θα συντριβώ
το αίμα μου πάνω στην άσφαλτο θα σχηματίσει
ένα παράξενο φεγγάρι
οι νοσοκόμοι με τα άγρια γένια
θα διασώσουν μοναχά
κείνο το εκθαμβωτικό λουλούδι
που θε ν’ ανθίσει στο σημείο που έπεσα
[Ο
μεθυσμένος ακροβάτης, 1979]
επίγνωση
με επίγνωση βαδίζω
στην άκρη άκρη του γκρεμού
γνωρίζω πια την κατασκότεινη άβυσσο
κι όταν σκοντάφτω και παραπατώ
χωρίς κανένα μάταιο επιφώνημα
κρατάω το χέρι σου σφιχτά
μες στις σχισμές των βράχων
ψάχνω για άγρια φυτά
να μου διδάξουν το δικό τους βλέμμα
μπροστά σε χίλια χρόνια
ή δέκα δευτερόλεπτα ζωής
με επίγνωση αιωρούμαι
πάνω από το κενό το τίποτα
με τη φωνή μου ακέραια
και τον αντίλαλο
κι εσένα
[Το
μαγικό χαλί, 1980]
ξένες
χώρες
πέρασα από τον ύπνο σε δωμάτιο σκοτεινό
γύρισα σε μιαν άλλη ξένη χώρα
πίσω απ’ την πόρτα ζει ο δικός μου
κόσμος
από τη χαραμάδα εισρέει
και στα θαμπά μου μάτια διαχέεται
ηχεί το σήμαντρο μιας παιδικής φωνής
ανάμεσα στο τέλος την αρχή
τις σκόρπιες συλλαβές των λέξεων
απλώνεται καπνός κρασί
μεθυστικό ανθρώπινο άρωμα
ακούγεται ένα γέλιο κοντινό
σαν γυναικεία δάχτυλα που ανιχνεύουν
τη μουσική κάτω απ’ το δέρμα
πίσω απ’ την πόρτα ζει ο δικός μου
κόσμος
το φως στον ύπνο που δεν χάρηκα
το φως που τώρα δεν αγγίζω
καθώς ξεφτίζει στο κατώφλι μου
πέρασα από τον ύπνο σε δωμάτιο σκοτεινό
γύρισα σε μιαν άλλη ξένη χώρα
[Ξένες χώρες,
1991]
ούτε
ένα μυτερό καρφί και σκουριασμένο
μια έρημη σοφίτα μακρινή μέσα στη θλίψη
τ’ ουρανού
είναι η ψυχή μου
γεμάτη άχρηστα αντικείμενα, μια ψάθινη
καρέκλα
ένα ποδήλατο με τρύπια λάστιχα,
μια κόκκινη ξεφούσκωτη μπάλα
κι ένα σωρό θαμπές φωτογραφίες
απ’ τους αρχαίους ενοίκους της
όμως δεν κρύβει πλάσματα επικίνδυνα
κι ούτε ένα μυτερό καρφί και σκουριασμένο
μια έρημη σοφίτα μακρινή,
μια λέξη ανείπωτη είναι η ψυχή μου,
ένα μοναχικό παράθυρο
που κάποτε φωτίζεται
μέσα στη θλίψη τ' ουρανού
[Ένα
λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται, 2002]
στη
διάλεκτο της μοναξιάς
στο βάθος ξεχωρίζει η θάλασσα
ένα γαλάζιο αστραφτερό κι απρόσιτο
μια δίψα
ψηλά στο μυστικό κελάρι τ’ ουρανού
μπρούσκο εκλεκτό της μνήμης
στο βάθος ξεχωρίζει η θάλασσα
όπως γυναίκα σε φανταστική οθόνη
που ως αργά τη νύχτα μεταφράζει όνειρα
στη διάλεκτο της μοναξιάς
όσοι εδώ μέσα μπήκαν έφυγαν
άφησαν πίσω τα βιβλία τους, τις μουσικές
κάτι απ’ το χνώτο τους
ένα αποτσίγαρο μες στον πηχτό ντελβέ
άφησαν πίσω τους κενό και αινίγματα
κάδρα που όρθια γέρνουν
χρώματα που θαμπώνουν μες στο φως
διπλό κρεβάτι για το αχ χωρίς το άγγιγμα
τον κούφιο ήχο του νερού στο μπάνιο
ένα λυγμό που δεν διαλύει
την πέτρα μέσα της
στο βάθος ξεχωρίζει η θάλασσα
σαν ποίημα που υπόσχεται το μακρινό ταξίδι
ή σαν ψυχή που πρόδωσε
αυτό το κάτι στη φωνή της
και τώρα πνίγεται μέσα στο καθημερινό της τίποτα
μέσα στην έπαρση και τη λαχτάρα της
[Το
μυστικό αλφάβητο, 2010]
Από το βιβλίο: «Στιγμές: Ο ποιητής Τόλης Νικηφόρου, 1966-2022», Γράφημα 2022.
το αίμα μου πάνω στην άσφαλτο θα σχηματίσει
ένα παράξενο φεγγάρι
οι νοσοκόμοι με τα άγρια γένια
θα διασώσουν μοναχά
κείνο το εκθαμβωτικό λουλούδι
που θε ν’ ανθίσει στο σημείο που έπεσα
στην άκρη άκρη του γκρεμού
γνωρίζω πια την κατασκότεινη άβυσσο
κι όταν σκοντάφτω και παραπατώ
χωρίς κανένα μάταιο επιφώνημα
κρατάω το χέρι σου σφιχτά
μες στις σχισμές των βράχων
ψάχνω για άγρια φυτά
να μου διδάξουν το δικό τους βλέμμα
μπροστά σε χίλια χρόνια
ή δέκα δευτερόλεπτα ζωής
με επίγνωση αιωρούμαι
πάνω από το κενό το τίποτα
με τη φωνή μου ακέραια
και τον αντίλαλο
κι εσένα
γύρισα σε μιαν άλλη ξένη χώρα
από τη χαραμάδα εισρέει
και στα θαμπά μου μάτια διαχέεται
ηχεί το σήμαντρο μιας παιδικής φωνής
ανάμεσα στο τέλος την αρχή
τις σκόρπιες συλλαβές των λέξεων
απλώνεται καπνός κρασί
μεθυστικό ανθρώπινο άρωμα
ακούγεται ένα γέλιο κοντινό
σαν γυναικεία δάχτυλα που ανιχνεύουν
τη μουσική κάτω απ’ το δέρμα
το φως στον ύπνο που δεν χάρηκα
το φως που τώρα δεν αγγίζω
καθώς ξεφτίζει στο κατώφλι μου
γύρισα σε μιαν άλλη ξένη χώρα
είναι η ψυχή μου
ένα ποδήλατο με τρύπια λάστιχα,
μια κόκκινη ξεφούσκωτη μπάλα
απ’ τους αρχαίους ενοίκους της
κι ούτε ένα μυτερό καρφί και σκουριασμένο
μια λέξη ανείπωτη είναι η ψυχή μου,
ένα μοναχικό παράθυρο
που κάποτε φωτίζεται
μέσα στη θλίψη τ' ουρανού
ένα γαλάζιο αστραφτερό κι απρόσιτο
μια δίψα
ψηλά στο μυστικό κελάρι τ’ ουρανού
μπρούσκο εκλεκτό της μνήμης
όπως γυναίκα σε φανταστική οθόνη
που ως αργά τη νύχτα μεταφράζει όνειρα
στη διάλεκτο της μοναξιάς
άφησαν πίσω τα βιβλία τους, τις μουσικές
κάτι απ’ το χνώτο τους
ένα αποτσίγαρο μες στον πηχτό ντελβέ
κάδρα που όρθια γέρνουν
χρώματα που θαμπώνουν μες στο φως
διπλό κρεβάτι για το αχ χωρίς το άγγιγμα
τον κούφιο ήχο του νερού στο μπάνιο
ένα λυγμό που δεν διαλύει
την πέτρα μέσα της
σαν ποίημα που υπόσχεται το μακρινό ταξίδι
ή σαν ψυχή που πρόδωσε
αυτό το κάτι στη φωνή της
και τώρα πνίγεται μέσα στο καθημερινό της τίποτα
μέσα στην έπαρση και τη λαχτάρα της
Από το βιβλίο: «Στιγμές: Ο ποιητής Τόλης Νικηφόρου, 1966-2022», Γράφημα 2022.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου