Στον ντόκο δένουν κυρίως πουλιά
Λένε ιστορίες απ’ τα ταξίδια τους
καπνίζουν πίπες με άρωμα μπέρμπον
μα σταματούν σαν κάποιος κοιτάξει ψηλά
καταπίνοντας καπνούς γέλια και κλάματα
Μόνο όταν περνώ εγώ δε σιωπούν
Κοίτα την! λένε (μόνο αυτό)
Μια θλίψη κορίτσι δείχνουν, μπαλκόνι μικρό
Εκείνη γνέφει στα καράβια
Μα δεν υπάρχουν καράβια − μονάχα πουλιά
ρωτώ κάποια μέρα
Α, μόνο για σένα ήμασταν εδώ,
λένε όλα μαζί
Όποιον αγάπησα, έγινε πέτρα
Θεέ μου, ένας σωρός πέτρες όλη μου η ζωή
Κι έπεφτα πάνω τους με τόση φόρα!
Λες κι ήταν η αγάπη βαμβάκι
οι δρόμοι αποκτούν τη μορφή σου
Εισπνέεις με δυσκολία
Εκπνέεις λέξεις
Μια ριπή απ’ την ανάσα σου η ποίηση
Κρεμασμένη πασχαλιά να περιμένει ανάσταση
Μυρίζει απρίλη ο μάρτης
Μα εσύ στον λαιμό κουβαλάς καλοκαίρι
– το ξέρω, το ένοιωσα
(πώς μπερδεύουν οι μυρωδιές τις αγάπες)
Όταν χτυπάει ο ήλιος τούς τοίχους
οι προδομένοι ανοίγουνε κουρτίνες και παράθυρα
Μια ευκαιρία να μπει μέσα το φως, η ποίηση
– μια ακόμη είναι ευκαιρία
Μ’ έναν πόνο αμετάβατο κι οριστικό
Μ’ αυτό που μοιράζεσαι δίνει νόημα στα αύριο
Σημαίνουν μέσα ζωή
Μα μη μ’ αρνηθείς
Σκάμματα γύρω απ’ τα χείλη, χώματα στα μάτια
Χρόνια τώρα κλαίω λασπόνερα κι υποσχέσεις
Όχι, δε φοβάμαι − Φοβάσαι όταν ελπίζεις
Μάταιο
Το μόνο που κατάφερα, δε μ’ άλλαξε αυτός
* * *
γράφουμε,
μα κάποιοι δεν είμαστε φτιαγμένοι απ’ το υλικό
που
γίνονται οι ποιητές·
κάποιοι
είμαστε φτιαγμένοι απ’ το υλικό που γίνονται τα
ποιήματα
− κατάλαβες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου