Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

Ολυμπία Τσικαρδάνη, "Δύο ποιήματα"




Οδυσσείς


Ερωτευτήκαμε το άγνωστο
που αναζητά ένα φως
μέσα σε νύχτες γυάλινες.
Σαλπάραμε σε θάλασσες γαλάζιες
ψάχνοντας την αχνή στεριά ανέγγιχτων σκιών
και ορκιστήκαμε,
πως δε θα κάψουμε τα κέρινα φτερά μας
με σμίλη αποτυπώνοντας το σχήμα τους
πάνω σε αιώνιες πέτρες.

Με Λόγο, ίχνη αφήσαμε του νου.
Κάποτε δε μας ταίριαζε η υποταγμένη σιωπή.
Στην ενατένιση του έναστρου ουρανού
ξοδέψαμε αιώνες
κι ανθίσαμε σε άνυδρα τοπία
αφήνοντας τον Αίολο αφύλακτο
να μας φυσά σ’ απόκρημνες ακτές.

Στο νόημα του τραγικού υψώσαμε το βλέμμα
σαν το χορό που ζει το δράμα με ρυθμό
και στους καιρούς σκορπίσαμε
τα Ευ, το Γνώθι και το Μέτρο.

Μας καταδίκασε η Οδύσσεια πορεία μας στο χρόνο,
να ψάχνουμε περάσματα μέσα σε Συμπληγάδες
κι έπειτα να μεθάμε με κρασί στα όνειρα του απείρου.

Λέξεις σκορπίσαμε παντού,
να πυρπολούν τα μονοπάτια του μυαλού
στα μήκη και στα πλάτη Νοημάτων.
Κι αν βολευτήκαμε στη λήθη
τρώγοντας τους λωτούς της λησμονιάς
ανοίγουν μες τη μνήμη μας οι λέξεις μονοπάτια
και απαιτούν,
μια νέα εμπιστοσύνη.

Δραπέτης του ελεύθερου
το Φως των Ιδεών
αμάθητο στους αριθμούς
παλεύει με σκοτάδια
και αργοσαλεύει στης απάτης τον καιρό.
Κι αν οι σιωπές
στο κύλισμα του αβέβαιου οδηγούν
ρόζους δεν πρόφτασε να βγάλει η περηφάνια…


                                                   Β’ βραβείο ποίησης
                                                   Πνευματική συντροφιά Λεμεσού 2018





Σαν παραμύθι


Μικρή σαν ήταν,
μάθαινε όλα τα παραμύθια.
Λάτρευε τη βροχή,
τη θάλασσα και τ’ ανθισμένα βλέμματα.
Της άρεσε,
να λύνει αινίγματα,
να ζωγραφίζει χρώματα
και στα παλιά σκοτάδια
να ρίχνει φως και ανεμώνες.
Ήξερε πάντα της,
κλειστά παράθυρα ν’ ανοίγει
σε σπίτια ερημωμένα απ’ την αγάπη.
Με ροζ κλωστές,
έμαθε να κεντά μεταξωτά,
και να στολίζει σπιτικά με καλημέρες.
Στόλισε τα μαλλιά με ρόδα
και ξέπλυνε με δάκρυα και κόπο,
αιώνιες του φύλου διαψεύσεις.
Της είπαν να φοβάται τον καιρό,
τα άγρια δάση και τον έρωτα.
Μα εκείνη,
πεισματάρα και αγέρωχη,
βγήκε για βόλτα σ’ άφεγγες γειτονιές,
λάμπρυνε Κυριακές,
φόρεσε επιθυμίες
και μάζεψε κοχύλια σε ακροθαλασσιές.

Μονάχα αυτά δεν έμαθε...
Πώς να γλυτώνει απ’ τα σημάδια του κραγιόν
σε χείλη λυσσασμένα.
Πώς να διακρίνει πίσω απ’ τα μαύρα τους γυαλιά,
τα μάτια που δεν κλαίνε.
Πώς να αρνείται τα δώρα της καρδιάς,
σε άκαρδες υπάρξεις.
Και πώς,
να μην αφήνει ενοχές να της φορτώνουν…
Γι’ αυτό συχνά τη βλέπεις,
μόνη της να θρηνεί το αεράκι της ζωής.
Άπειρη ερημία,
γεμίζει την ψυχή
των γυναικών που ζουν στο φόβο.



                                                             Ολυμπία Τσικαρδάνη





Στην εικόνα: J. M. W. Turner, «Ulysses deriding Polyphemus» (1829).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου