και κλείνουν στο κενό
τα χέρια μου αγκαλιάζουνε το άδειο
κι η φαντασία μου συνωμοτεί με το μηδέν.
Μα τι τρέχει, τι τρέχει
και τίποτα δεν προχωρεί;
Η καταχνιά αρνιέται να γίνει σύννεφο
η υγρασία βροχή
ο χειμωνιάτικος ήλιος αργεί να φανεί
η συντηρητική μελαγχολία
δε λέει να ξεσπάσει σε απελπισία
κι ο ανώνυμος εφιάλτης
διστάζει να ωριμάσει σε συγκεκριμένο φόβο θανάτου.
Αλλά να και μια λαμπερή σκιά:
η τελευταία μέρα μου
όλο αναβάλλει τον ερχομό της.
Όταν κάτω από το βάρος κάποιου σύννεφου
όλο το μέσα σου σώμα γέρνει
όταν ένα μόνο βλέμμα παλιές πληγές ξύνει
όταν μια νέα αναπηρία καινούργιες πληγές ανοίγει
όταν τα φανάρια τ’ ουρανού σε κοντινή απ’ το μέλλον σου
απόσταση λάμπουν
κι όλα τα αποθέματα ζωής που ’χεις συλλέξει δεν φτάνουν
όταν σε βασανίζει μια θλίψη που δεν ήρθε ακόμα
όταν ο πόνος δεν έχει όνομα ούτε χρώμα
τότε αγγίζει η ποίηση σαν χέρι τρυφερό το μέτωπό σου
και σε κάνει να πιστεύεις ότι είναι υψηλός ο σκοπός σου
ότι οι στίχοι σου δεν τελειώνουν με τη ζωή σου
ότι η ποίηση είναι η λογοδοσία της ψυχής σου.
Πιάνεις τότε την πένα
και νομίζεις πως γίνεται ένα
με την ωραιότητα και την αθανασία.
Όμως η ποίηση ποια σου ζητάει θυσία;
Τι θέλει για αντάλλαγμα;
Μονάχα ένα πράγμα.
Απ’ τη γη που κατοικείς
τίποτα μην απαιτείς.
Ούτε η πραγματικότητα να σ’ ανταμείψει
να σε πλουτίσει
μ’ αιώνια δεσμά να σε δέσει
ή να ’ναι εκείνη όπως σ’ εσένα αρέσει.
Ένα μόνο να λαχταράς
να ’ναι ακόμα γύρω σου η πραγματικότητα και να την
αγαπάς
να ’ναι εκεί
κι ας είναι αγέλαστη, ας είναι και στριφνή.
να ’ναι πλάσματα καλά
χρήσιμα
αφού ελευθερώνουν τις υποψίες μας
γύρω από τις ψεύτικες υποσχέσεις.
Και όπως ελίσσονται
μας διδάσκουν ότι καμιά πραγματικότητα
δεν είναι πιο πολύτιμη, πιο αληθινή
απ’ την ανάσα της στιγμής.
Τι σου υποσχέθηκαν οι άνθρωποι;
Γλυκιά ζωή;
Μα θέλει μεγάλη φαντασία.
Τι σου υποσχέθηκαν οι άγιοι;
Αιώνια ζωή;
Μα θέλει μεγάλη αντοχή.
έμπορα όταν δε διαθέτει το εμπόρευμα
που του ζητάς.
Και πώς να το ’χει, πού να βρει
ελπίδα, φτερά για μια κίνηση ψηλά
τις αλοιφές της ηδονής,
ένα σώμα θαυματουργό να σε κοιτά
πού να βρει την άλλη, τη γυαλιστερή όψη των πραγμάτων
πριν αρχίσει η δοκιμασία της επαλήθευσης
πριν αρχίσει ένα πρωινό
με μια μόνο ευχή:
τη διατήρηση μιας άνοστης υγείας
αφού τα φύλλα δε συγκινούν πια
όπως λικνίζονται στ’ αεράκι,
τα πύρινα δάκρυα του ήλιου που δύει
που πεθαίνει μαζί με τη μέρα
αδιάφορη σ’ αφήνουν
αφού κι η καινούρια να ’ρθει μέρα
τίποτ’ απ’ αυτή δεν περιμένεις.
Καλημέρα λοιπόν... με αποσιωπητικά.
να ’ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν·
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντος μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου