στου κόσμου όλα τα μέρη
κανένα πεφταστέρι
να χαράζει το κενό.
φως, πύρινο να γίνει
δάκρυ, ν’ αργοσβήνει
κυλώντας απ’ το μάτι.
θα τον εύρεις αδειανό.
Στα δυο σου μέσα χέρια
καρφιά γίναν τ’ αστέρια
καρφιά σε μαύρο τοίχο.
προσηλωμένη και πιστή
ψεύτρα αιώνια μνηστή
να καρτερώ το γδικιωμό.
μία κάμαρα μοναχική
μία μαριονέτα που σκυφτή
θρηνεί μπροστά στον αργαλειό.
που θα με θάψεις ζωντανή
σιγή θ’ απλώσεις νεκρική
της τέχνης μου που εμένα
άφησε σχεδόν παρθένα.
που χρόνια έχω για σπίτι
σαν το βαρυποινίτη
την έξοδο αναζητώ.
ακολουθώ στα ίδια
δώματα· αιφνίδια
στην πόρτα εμπρός το βήμα
χαλάλι τα νυχτέρια
μα πριν κραυγάσω ζήτω
πως τύλιξα τα χέρια
τυλίγοντας το μίτο.
άσαρκο, λευκό μου ποίημα
σχέδιο με δίχως σχήμα
που πριν να γράψω χάλασα.
να σε σμιλέψει η αλμύρα
μια ναυαγισμένη λύρα
να σε τραβήξει στο ρυθμό
χορό, αρχαίες σειρήνες
το τραγούδι και το δείλι
πλάι στις υγρές μου κνήμες
να σ’ αφήσουνε κοχύλι.
και σταματάει στα δύο σου χείλη
η Χάρυβδη το αιμοβόρο θήλυ
που όσο κοιμάσαι έχεις για σπάθη σου.
τα πανιά για να περάσω πέρα
να κρατηθώ γερά, να βγω στη μέρα
νικητής μιας μάχης λυσσαλέας.
σε κάθε σου ανάσα με ρουφά
με στροβιλίζει μες στη δίνη
για να με βγάλει πάλι ναυαγό
στης νύχτας τον πνιχτό ωκεανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου