Από
το Ημερολόγιο μιας γυναίκας
(Παραλλαγές
πάνω στο ίδιο θέμα)
=======
Και τέλος· οι καμπάνες.
τύλιξα τη ζωή μου.
Πριν γίνω ερωμένη, είπα:
Θα γίνω σύζυγος,
μάνα,
Το σπίτι μας και η νιότη μου παράθυρα δεν είχαν.
Ερχόταν άνοιξη; γινόμουν παρελθόν.
Άλλα και το φλιτζάνι.
Τις νύχτες το τραγούδι της βροχής,
μου έστηνε παγίδες.
Βλέμματα, νεύματα, βιαστικά φιλιά…
ίσκιοι δεν υπήρχαν.
το άφησα ανοιχτό.
Αμέλεια, λάθος, σκοπιμότητα;
Θα ’ρθει! Δε θα ’ρθει; Θα.
για ποιον τάχα φυσάει,
Και γιατί;
Ο κήπος όλος μυστικά, αρώματα κι αστέρια.
«Το νου σου στις προκλήσεις, κόρη μου…
Τη νύχτα να φοβάσαι πιο πολύ!»
Κι εγώ, γυμνή μπρος στον καθρέφτη να παλεύω
με είδωλα,
με στεναγμούς,
και η προοπτική·
στην καύτρα του τσιγάρου.
Και πάντα αλλού με πήγαιναν τα φοβερά τακούνια.
Στο λίγο φως,
στα ποθητά σφυρίγματα, εκείνα, των αντρών.
μπρος σε θαμπούς καθρέφτες.
Ρυτίδωσε το φως γύρω απ’ τα μάτια μου.
Άσπρισε η μέρα, και οι νύχτες∙ άσπρισαν κι αυτές.
Σαν χιονισμένο παρελθόν.
Σαν μέλλον περασμένο.
(Αν θα φανεί ποτέ του.)
ανάμεσα στα βράχια και τη θάλασσα.
Σαν μια φωτογραφία.
Έξω από τη ζωή, έλεγες πως γελούσε.
Άναψε το τσιγάρο.
Ανάψανε κι οι φάροι.
άλλα ξεμάκραιναν διαρκώς,
κι άλλα, σφυρίζοντας,
μπαίνανε στο λιμάνι.
Ώσπου άρχισε να βρέχει.
Έσβησε σαν τσιγάρο στη βροχή.
Ολομόναχη.
Μέσα στις ανθισμένες ερημιές.
Ένα κλειστό βιβλίο.
====================
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου