Βαθιά
νερά
Αναρχικούς ψαλμούς ανέμισα
στα βάραθρα της μοίρας,
των φυλλοβόλων χρόνων το έρμα
και τα μάταια πετώντας όνειρα.
Είμαι γκρεμός κι είμαι γεφύρι πέτρινο.
Βρύχια νερά διαπλέουν το σώμα μου.
Ρέω στο θάμπος που χαράζει, της αυγής.
Στο σύγκρυο κάθε νύχτας που έρχεται,
γυμνές αιτίες κυλώντας,
ως το δέλτα των γρίφων.
Των αλγεινών στιγμών εξόφλησα τις οφειλές.
Φορώ το μαγικό των στίχων έλυτρο
και πια σωπαίνοντας,
ακούω της γης μονάχα τους αρχαίους ήχους.
Ψέμα διαρκείας
Το ξέρεις πια.
Οι ώρες θρέφουνε το έρεβος.
Αναγελά ο φόβος καθώς τρέμεις.
Παρηγορείς
τα διαλείμματα του ύπνου με ευχές,
με προσευχές και με φτηνές δικαιολογίες
αθωότητας.
Κι αν περπατάει
το φως του φεγγαριού μαζί σου
κι αν σε μια χούφτα θάλασσα
το θαύμα κοινωνάς
κι αν μια κιθάρα
τις στιγμές σου ζωγραφίζει,
όλος ο κόσμος ανοιχτή πληγή
που υποσχέσεις και συνθήκες, τάχα,
θα την κλείσουν.
Ψέμα διαρκείας ντυμένο αρετή
και δεν αντέχω πια τη φορεσιά του.
Ίσκιος ονείρου*
Φρουμάζει το σκοτάδι,
ώρα τρεις.
Στου ρολογιού τους δείχτες
κρεμασμένες οι σκιές
σε όνειρο βαθύ χορεύουν.
Κυκλοβολούν στο σπήλαιο,
το πλάνο φέγγος τού «εγώ» θωρώντας
στων λόγων τα χαλάσματα.
Το φως μακριά,
σ’ αλλότρια χέρια κατοικεί.
Σε ηφαίστεια σώματα
και σε ψυχές που ανθίζουν.
Βρυχάται του ανθρώπου η νύχτα.
Κι ανάμεσα,
λύκοι που διώχνουν τη ζωή
κι αηδόνια που μιλούν τη λύπη.
_____________
*Πίνδαρος, Πυθιονίκαις, επωδ.ε,8. 95
Όλα χώμα
Θα ’ρθει στιγμή που όλα θα γίνουν χώμα. Που θα μυρίζουν χώμα και νερό. Τα χρώματα θα ’χουν μισέψει στο ηλιοβασίλεμα. Το μαύρο θα δοξάζουν τα ρολόγια. Θα προσδεθείς σ’ έναν Ερμή με αναγκαστική απογείωση.
Η «Ασκητική» στο μάρμαρο πεσμένη, να τη διαβάζει ο αγέρας δυνατά κι ένα σκαθάρι, με την κερασιά θα την μπερδέψει. Πονάς για τα βιβλία που δεν τέλειωσες, τους στίχους που παλιώσαν στο συρτάρι, τις χειραψίες που σήπονται στη γη.
Οι άλλοι με τα μάτια ζωντανά βλέπουνε την ανατολή. Ο ήλιος ζωγραφίζει την εξώπορτα. Μεστώνει τους καρπούς τού δένδρου. Φλόγες χορεύουνε στις αγκαλιές.
Μέσ’ από μια φωτογραφία θωρείς την απουσία σου. Τις λέξεις που δεν είπες όσο θα ’θελες:
Αστροσπορά, χιλιοδώρητο, πεντάλευκος, παντοθώρητη, ηλιόψαρο, αλατινό, βυθοπατώ, γιασεμόκορφη, ηλιοκράτημα, πελαγοθώρητος, μελισόγλωσση, ποθόπλεκτος, αποκαρπίζω, γαλαζένιος, πολυδιάβατες, αλεξίκακος, ερωτινή, χιλέρημος, βαθύπονο, αχτιδένια…
Μα πιο πολύ το σ’ αγαπώ. Κυρίως ασυναίρετο.
Ένα σκισμένο ποίημα
Πύρινους λόγους ομιλούν οι ασεβείς
περί θολών υδάτων.
Στις έρημες ψυχές
κείτεται πένθιμη άνοιξη.
Η ποίηση αγρυπνά,
τη λέξη της για να κρατήσει
μακριά απ’ τις προθέσεις.
Ν’ αντιπαλέψει
την προσ-ποίηση, την παρα-ποίηση,
την αντι-ποίηση και την εκ-ποίηση.
Στο πεζοδρόμιο αιμορραγεί
ένα σκισμένο ποίημα.
Αναρχικούς ψαλμούς ανέμισα
στα βάραθρα της μοίρας,
των φυλλοβόλων χρόνων το έρμα
και τα μάταια πετώντας όνειρα.
Είμαι γκρεμός κι είμαι γεφύρι πέτρινο.
Βρύχια νερά διαπλέουν το σώμα μου.
Ρέω στο θάμπος που χαράζει, της αυγής.
Στο σύγκρυο κάθε νύχτας που έρχεται,
γυμνές αιτίες κυλώντας,
ως το δέλτα των γρίφων.
Των αλγεινών στιγμών εξόφλησα τις οφειλές.
Φορώ το μαγικό των στίχων έλυτρο
και πια σωπαίνοντας,
ακούω της γης μονάχα τους αρχαίους ήχους.
Ψέμα διαρκείας
Το ξέρεις πια.
Οι ώρες θρέφουνε το έρεβος.
Αναγελά ο φόβος καθώς τρέμεις.
Παρηγορείς
τα διαλείμματα του ύπνου με ευχές,
με προσευχές και με φτηνές δικαιολογίες
αθωότητας.
Κι αν περπατάει
το φως του φεγγαριού μαζί σου
κι αν σε μια χούφτα θάλασσα
το θαύμα κοινωνάς
κι αν μια κιθάρα
τις στιγμές σου ζωγραφίζει,
όλος ο κόσμος ανοιχτή πληγή
που υποσχέσεις και συνθήκες, τάχα,
θα την κλείσουν.
Ψέμα διαρκείας ντυμένο αρετή
και δεν αντέχω πια τη φορεσιά του.
Ίσκιος ονείρου*
Φρουμάζει το σκοτάδι,
ώρα τρεις.
Στου ρολογιού τους δείχτες
κρεμασμένες οι σκιές
σε όνειρο βαθύ χορεύουν.
Κυκλοβολούν στο σπήλαιο,
το πλάνο φέγγος τού «εγώ» θωρώντας
στων λόγων τα χαλάσματα.
Το φως μακριά,
σ’ αλλότρια χέρια κατοικεί.
Σε ηφαίστεια σώματα
και σε ψυχές που ανθίζουν.
Βρυχάται του ανθρώπου η νύχτα.
Κι ανάμεσα,
λύκοι που διώχνουν τη ζωή
κι αηδόνια που μιλούν τη λύπη.
_____________
*Πίνδαρος, Πυθιονίκαις, επωδ.ε,8. 95
Όλα χώμα
Θα ’ρθει στιγμή που όλα θα γίνουν χώμα. Που θα μυρίζουν χώμα και νερό. Τα χρώματα θα ’χουν μισέψει στο ηλιοβασίλεμα. Το μαύρο θα δοξάζουν τα ρολόγια. Θα προσδεθείς σ’ έναν Ερμή με αναγκαστική απογείωση.
Η «Ασκητική» στο μάρμαρο πεσμένη, να τη διαβάζει ο αγέρας δυνατά κι ένα σκαθάρι, με την κερασιά θα την μπερδέψει. Πονάς για τα βιβλία που δεν τέλειωσες, τους στίχους που παλιώσαν στο συρτάρι, τις χειραψίες που σήπονται στη γη.
Οι άλλοι με τα μάτια ζωντανά βλέπουνε την ανατολή. Ο ήλιος ζωγραφίζει την εξώπορτα. Μεστώνει τους καρπούς τού δένδρου. Φλόγες χορεύουνε στις αγκαλιές.
Μέσ’ από μια φωτογραφία θωρείς την απουσία σου. Τις λέξεις που δεν είπες όσο θα ’θελες:
Αστροσπορά, χιλιοδώρητο, πεντάλευκος, παντοθώρητη, ηλιόψαρο, αλατινό, βυθοπατώ, γιασεμόκορφη, ηλιοκράτημα, πελαγοθώρητος, μελισόγλωσση, ποθόπλεκτος, αποκαρπίζω, γαλαζένιος, πολυδιάβατες, αλεξίκακος, ερωτινή, χιλέρημος, βαθύπονο, αχτιδένια…
Μα πιο πολύ το σ’ αγαπώ. Κυρίως ασυναίρετο.
Ένα σκισμένο ποίημα
Πύρινους λόγους ομιλούν οι ασεβείς
περί θολών υδάτων.
Στις έρημες ψυχές
κείτεται πένθιμη άνοιξη.
Η ποίηση αγρυπνά,
τη λέξη της για να κρατήσει
μακριά απ’ τις προθέσεις.
Ν’ αντιπαλέψει
την προσ-ποίηση, την παρα-ποίηση,
την αντι-ποίηση και την εκ-ποίηση.
Στο πεζοδρόμιο αιμορραγεί
ένα σκισμένο ποίημα.
Από
τη συλλογή «Σώμα του χρόνου»,
Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Τζο Πάτση, 2021.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου