Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021

Κώστας Θ. Ριζάκης - Γιώργος Δελιόπουλος, "κατά ανεφίκτου γλυφές, 1"


 


Κώστας Θ. Ριζάκης
Γιώργος Δελιόπουλος
 
κατά ανεφίκτου γλυφές, 1
 
της γυναικός τριάντα παγιδεύσεις
 


 ~

Ποίηση σε δύο πράξεις

της
Ευσταθίας Δήμου

(αποσπάσματα)


[…]
Οι ποιητές Κώστας Ριζάκης και Γιώργος Δελιόπουλος, με όχημα την ποίηση και την ποιητική τους, προσήλθαν σε μία άκρως ενδιαφέρουσα συνύπαρξη μέσα στις σελίδες του παρόντος βιβλίου. Το όλο εγχείρημα, πέρα από το ενδιαφέρον που παρουσιάζει αυτό καθεαυτό, ως περίπτωση δηλαδή συγκεκριμένη, εκδήλωση της προθυμίας δύο εκπροσώπων του νεοελληνικού ποιητικού λόγου να ενώσουν τις δημιουργικές τους δυνάμεις και να φέρουν το έργο τους κάτω από την ίδια στέγη, αποτελεί και μία πρόταση για έναν εναλλακτικό τρόπο λειτουργίας της ίδιας της τέχνης, της ποίησης εν προκειμένω. Γιατί, στην πραγματικότητα, αυτό που προτείνεται εδώ είναι, όχι απλώς και μόνο η άρση και η κατάργηση του αυτοπεριορισμού, της αυτομόνωσης, του εγκλεισμού του καλλιτέχνη, ως φυσικού προσώπου, αλλά το άνοιγμα και η έκθεση του ίδιου του ποιητικού έργου σε ένα περιβάλλον επικοινωνίας που πόρρω απέχει από τη λογική της περιχαράκωσής του μέσα σε ένα πλαίσιο αυστηρά προσδιορισμένο από την ιδιοπροσωπία κάθε ποιητή. Αυτό, βεβαίως, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει, ούτε σηματοδοτεί το θόλωμα ή τη νόθευση της προσωπικής σφραγίδας, της ιδιαιτερότητας και της μοναδικότητας του ποιητικού λόγου καθενός από τους δύο εμπλεκόμενους. Ίσα ίσα που αυτή, προβάλλει με μεγαλύτερη καθαρότητα, ευκρίνεια και ένταση από τη στιγμή που το έργο υπόκειται, αναπόφευκτα, στην άμεση σύγκριση και αντιπαραβολή, επομένως, και στην ανάδειξή της. […]

Η ποίηση του Κώστα Ριζάκη είναι λαβυρινθώδης. Μοιάζει με υφαντό, πλεγμένο, κυριολεκτικά, στο χέρι, με τα νήματα της μελάνης να διατρέχουν δρόμους πρωτοείδωτους και πρωτοανοιγμένους. Δεν είναι μόνο ότι κατέχει τη δική του φωνή – και την κατέχει καλά, σίγουρα – τον δικό του τρόπο, την δική του ποιητική, είναι πολύ περισσότερο ότι όλα αυτά εκβάλλουν, αποτυπώνονται και μπορούν να αναγνωρισθούν ακόμα και στο πιο μικρό δίστιχο όπως, για παράδειγμα, αυτό που προτάσσεται στη συλλογή: καρδιά τι βλέμμ’ αλάτιζες / και σου παστώνει αλήθειες; Αν για τον Εμμανουήλ Ροΐδη ίσχυε ότι η ταυτοποίηση της γραφής του θα μπορούσε να γίνει ακόμα και σε μία μονάχα φράση, γραμμένη οπουδήποτε, το ίδιο θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς και για την ποίηση του Ριζάκη. Είναι τόσο χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο τεχνουργεί τις ποιητικές του συνθέσεις, ώστε η άπαξ γνωριμία με την ποίησή του να είναι και παντοτινή. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι η τέχνη του δεν είναι γερά θεμελιωμένη πάνω στην προγενέστερη ποιητική και, γενικότερα, πνευματική παράδοση. Ίσα ίσα που, από την πρώτη κιόλας ανάγνωση των ποιημάτων του, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η δύναμη και η δυναμική της ποιητικής του φωνής κρύβει και, ταυτόχρονα, αποκαλύπτει ένα υπόβαθρο πλούσιο και αρραγές, τόσο καλά χωνεμένο όμως, που δύσκολα μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια η γραμμή που οδηγεί, απευθείας, σε συγκεκριμένους, προγενέστερους σταθμούς και ποιητικές μορφές. Η πιο εμφανής, ίσως, συγγένεια ή, καλύτερα, εγγύτητα είναι αυτή με το δημοτικό τραγούδι στο επίπεδο, κυρίως, του ρυθμού, νοούμενου όχι ως απόρροια της χρήσης κάποιου συγκεκριμένου μέτρου ή της συγκρότησης του στίχου πάνω σε έναν ορισμένο αριθμό συλλαβών, αλλά ως κυμάτισμά του, ως διάθεση και τρόπος έκφρασης της εσωτερικότητας και μιας θυμοσοφίας στέρεα θεμελιωμένης πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη. […]

Η ποίηση του Γιώργου Δελιόπουλου τεχνουργείται πάνω σε ένα ιδιαίτερο ύφος και ήθος. Το στοιχείο εκείνο που τη διαφοροποιεί και τη συνέχει είναι η ιδιότητά της να συλλαμβάνει τον παλμό του σύγχρονου ανθρώπου και την αμφιθυμία της εποχής. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μία ποίηση απολύτως σύγχρονη, μία ποίηση που ανατέμνει το παρόν, που εισδύει, μέσα από την παρατήρηση των εξωτερικών εκδηλώσεων του ανθρώπου, στον εσωτερικό του κόσμο για να διερευνήσει τις συνθήκες και τον τρόπο δόμησης και λειτουργίας του. Από αυτήν την άποψη, θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί, ότι η ποίησή του προσιδιάζει ή προσεγγίζει την τέχνη του θεάτρου στο μέτρο που αυτή εναγκαλίζεται τη συγχρονία, πλάθει την αναπαράστασή της και προβαίνει, με τον τρόπο αυτό, στην διερεύνησή της και στην διαμόρφωση μιας νέας πρότασης για τον άνθρωπο και τον κόσμο του. Ποίηση επεμβατική και διορθωτική, λοιπόν, αλλά και ποίηση βαθιά ανθρωποκεντρική και ανθρωπογνωστική. Γιατί, στην πραγματικότητα, αυτό που επιδιώκει ο Δελιόπουλος είναι η γνωριμία του με τον άνθρωπο και η βαθιά γνώση της «ποιητικής» του, νοούμενης ως του τρόπου με τον οποίο δομείται, υφίσταται και υπάρχει. Αυτή η απόπειρα αποκτά ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην συγκεκριμένη περίπτωση από τη στιγμή που στο ποιητικό του εργαστήρι μπαίνει, ως πρώτη ύλη, η γυναίκα με την πολύπτυχη και πολύπλευρη ψυχοσύνθεσή της. Ο τίτλος δεν είναι τυχαίος, «γυναίκα θάλασσα γυμνή». Ανακαλεί τη γνωστή φράση «πυρ, γυνή και θάλασσα», που παραπέμπει ευθέως και ασυναίσθητα στην μορφή της θεάς Αφροδίτης και που περικλείει και υποδηλώνει την πρόθεση και την στόχευση του ποιητή, την προσέγγιση δηλαδή και την καταβύθιση στην γυναίκα με τον ίδιο τρόπο που βυθίζεται κανείς στη θάλασσα, απόλυτα ελεύθερος και απαλλαγμένος από τα βαρίδια του κορμιού και της ψυχής. Στο σημείο αυτό φαίνεται πως αναδύεται και ένα αίσθημα ερωτισμού που κινεί τη γραφίδα του ποιητή και υποβάλλει τη διάθεση και τον τόνο. Το αίσθημα αυτό δεν μετριάζεται, αντίθετα ενισχύεται από την επιλογή του ποιητή να συνθέσει τα ποιήματά του επιφυλάσσοντας για τον ίδιο τον ρόλο και τη «φωνή» της γυναίκας. Πρόκειται για μία ακόμα ένδειξη της θεατρικότητας που διαπνέει τα ποιήματά του, μία καθαρά θεατρική τεχνική που συνίσταται στην «ηθοποιία» του ποιητικού υποκειμένου. […]



~


στο τσακ
των αμυγδάλων

του
Κώστα Θ. Ριζάκη


ο νόμος του έρωτα

                                  στην ποιήτρια Ευσταθία Δήμου − ότι
                         έγκυρος η «μαρτυρία» της κι άρα ευσταθεί


να κατευθύνσεις το κορμί πάντα προς το παράθυρον
κ’ ίδια να εξαρτάς την ούγια σου από φως − να ’ναι
χτιστός ο καθ’ εμπρός ανήφορος που να κοντανασαίνεις
(καμία πράξη αναίτιος λες όταν ξηλών’ η ανάγκη)
ρίχνει δροσιάς ο διάπυρος διάσελ’ αφροξενύχτια

κι όπως μπαλώνονται καιροί να σου ξανά
το χιόνι να την η αμείλικτη καημών ζητάει αν
σε στεγάσει να μην κλωτσήσεις αγκαλιάς βαρύ
ποτάμι κρίμα κι άμα πηγαίνεις βροχερός πώς

ο μαγκίτης κι άοπλος σου χρειμαρρώνει κλάμα;




επίγειος μαγγελάνος


– πώς παροπλίστηκε η θεά στα χώματα σε λάσπες;

ψέμμα τριανταέξ μηνών γκάστρωσες την γκορτσιά
αλλά τ’ αχλάδια όλα στυφά σκληρότατα διαβόλου
κέρατα τρισκατάρατα το πάθος σού αφαιρέσαν
μεζέ το αίσθημα σούβλισες φτύνοντας το κατάπιες

να φύγεις θέλω; τι να πω; πάλι όμως θα το αντέξω;
νυχτώνει κάποτε ο καιρός μαύρα κρεμώντας κρόσσια
κι ένα προς έν’ αν τα τραβώ το δίλημμα απευθύνω

πένθους ριπάς καθέλκυσα· πού ξώφαλτση μι’ αλήθεια;



~


γυναίκα θάλασσα γυμνή

του
Γιώργου Δελιόπουλου


ως έλαφος διψώσα


Δεν κατοικώ ψηλά στα ρετιρέ ασπάραχτη
ούτε η ζωή μου είναι φουλ επιπλωμένη
σε δάση μέσα κρύβομαι σε φυλλοβόλα ψέματα
και μηρυκάζοντας το χώμα περιμένω

ντυμένη χρυσοκέρατη στα ρούχα της βιτρίνας
όλο αρώματα βαριά μήπως μυρίσει ο φόβος
καθώς μασώντας μοναξιά με φέρνουν γύρω βόλτα
οι πεινασμένοι κυνηγοί, τα σαρκοβόρα βλέμματα

κι ακούω δίπλα μου τα κρακ! να σπάνε τα κλαδιά
όμως δεν τρέχω πουθενά, με πρόλαβαν οι σφαίρες
δε φώναξα βοήθεια, δεν άνοιγαν οι πόρτες
το ματωμένο τρίχωμα δεν είδατε ποτέ;

σκούπισα −φαίνεται καλά− το δάκρυ στον καθρέφτη
έντυσα με χαμόγελα στα ράφια τις κορνίζες
κι όταν με τρύπαγαν τα βέλη τους βαθιά
τα βογγητά μου έγραφα κάτω απ’ το μαξιλάρι

στάλα δεν έχυσα ντροπή στην ανθισμένη άνοιξη
απ’ τις κραυγές δεν τσαλακώθηκε η σιωπή
κι εσύ μανούλα που γεννάς ακόμη ελαφίνες
θύματα δίχως κέρατα σε δάση κυνηγών

τι μου ζητάς να ξεδιψάσω, πνίγομαι.




μεθόρια


Τα βλέμματά μας κυλιόμενα μπαλόνια
συναντηθήκαμε πριν χωριστούν

καθώς ανέβαινες την τύχη σου
για την εξέδρα με τις παρελάσεις
το πεπρωμένο μου ξεφούσκωνε
σ’ ένα υπόγειο κελί

μα και οι δύο ακροβατήσαμε
πάνω στα σύνορα του Ανθρώπου
ένα λεπτό κενό αέρος

πριν επιλέξουμε για την καρδιά μας
στρατόπεδο προς το παρόν.





Από το βιβλίο των Κώστα Θ. Ριζάκη και Γιώργου Δελιόπουλου,
«κατά ανεφίκτου γλυφές, 1 - της γυναικός τριάντα παγιδεύσεις», Εκδόσεις Α Ω, 2021.
Με εκτενή προλεγόμενα της Ευσταθίας Δήμου
και εικαστική παρέμβαση της Γλύκας Διονυσοπούλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου