Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, "Δρόμοι στη σκόνη"




Ο δρόμος μου


Δεν ήταν πάντα εδώ αυτός ο δρόμος
μόνος ξερίζωνα χρόνια και χρόνια
                                                τ’ αγριοχόρταρα
ρίζες παλιές βαθιές μού πλήγωναν τα χέρια
πέτρες ασήκωτες στους ώμους και γονάτιζα.

Δεν ήταν εύκολος ο ήλιος, μη θαρρείς
δεν ήρθαν μόνα τους πουλιά να κελαηδήσουν:

Πρώτα ανατέλλει μέσα μας κι αργότερα
ανοίγουνε τα μάτια μας στον κόσμο.





Θίασοι


Ποιος τάχα θα ’ναι αύριο ο δρόμος σου
ποια μάσκα θα φοράς, πώς θα σε λένε
θίασοι γύρω πάνε κι έρχονται αλλόκοτοι
με τις ολόλαμπρες στολές οι θεατρίνοι
–πώς ψευτοκλαίνε δες και πώς χειρονομούν–

σ’ άδεια σκηνή, δίχως κοινό, για πάντα μόνοι.

Γελούν και σέρνονται με χάχανα στα γόνατα
κι έπειτα κράζουν τους Θεούς τους και τη Μοίρα
με ουρλιαχτά ολονυχτίς με τόσα δάκρυα
μ’ ιδρώτα κι αίμα στα μαλλιά τους και στα χέρια.
Κι έπειτα πάλι ηρεμούν σιωπούν και χάνονται.
Τι να ’ναι απ’ όλα αληθινό κανείς δεν ξέρει.

Ποιος θα ’ναι –αλήθεια– αύριο ο δρόμος σου;
Πες μου· κι ας είμαι απ’ άλλο παραμύθι.





Μασκες
(ΙΙ)


Ήταν ωραία χθες το βράδυ στη γιορτή
αφηνιασμένη μουσική χοροί και γέλια
χρυσόσκονη στους δρόμους στα κεφάλια μας
παραμυθένιες κι οι στολές μας μες στα φώτα.

Τι κρίμα που τελείωσε και πρέπει πια
τις σερπαντίνες να σωριάσουμε σκουπίδια
να καθαρίσουμε ξοπίσω ό,τι απόμεινε
ό,τι την τάξη μάς χαλά και πώς να βρούμε
τ’ αληθινά μας πρόσωπα στα αζήτητα
ποιο να ταιριάζει και σε ποιον μην μπερδευτούμε.

Ήτανε τόσο ωραία χθες το βράδυ στη γιορτή
όμως βουβοί ψυχροί τριγύρω απόμειναν
οι χορευτές δίχως τους ήχους που τους ζέσταιναν.

Λείπουν οι μάσκες που γελούσαν χωρίς λόγο.





Η μοναξιά


Η μοναξιά δεν είναι μαύρη, μα κατάλευκη
σκληρή ψυχρή σαν τον απέναντί μου τοίχο
ή σαν τον στίχο που δε γράφτηκε ποτέ
λευκό αμίλητο χαρτί, δρόμος στο χιόνι
κενή οθόνη, το τρανό ατόφιο “τίποτα”
που το κοιτούσα και με κοίταζε τις νύχτες.

Η μοναξιά δεν είναι μαύρη μα κατάλευκη
είναι μια τρύπα μες στο φως ένα πηγάδι
η γη που χάνεται απ’ τα πόδια στην αιώρηση
το βλέμμα που παγώνει μ’ απορία.

Η μοναξιά δεν είναι μαύρη μα κατάλευκη
η πάχνη πάνω στην καρδιά η απουσία
θολή λευκή σαν την ομίχλη που σερνότανε
που υψωνόταν και κατάπινε την πόλη.





Κλεμμένο σύννεφο


Έχω στις τσέπες μου δυο βώλους καταγάλανους
κι ένα άσπρο σύννεφο που άγγιξε τα δέντρα.
Μα τι απρόσεκτο αλήθεια, πώς ξηλώθηκε
κι έμεινε η φόδρα στα κλαδιά λευκή παντιέρα.
Ολημερίς από τα γύρω χαρακώματα
μεσ’ απ’ τη σκόνη ξεμυτίζαν οι γειτόνοι
με τα δυο χέρια τους ψηλά, με άγρια χάχανα
για την ανέλπιστη ουράνια εκεχειρία.

Έχω στις τσέπες μου ένα κλεμμένο σύννεφο
σαν μαντιλάκι κεντημένο με δαντέλα
μήπως τα γόνατα πληγώσω στο παιχνίδι μου
μήπως ξεχάσω ν’ αγαπώ σαν μεγαλώσω.





Από τη συλλογή «Δρόμοι στη σκόνη», εκδ. Κουκκίδα 2021.

2 σχόλια:

  1. Ευχαριστώ θερμά για τη φιλοξενία των ποιημάτων μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εμείς σε ευχαριστούμε αγαπητέ Δημήτρη.
      Να είσαι πάντα γερός και δημιουργικός να μας χαρίζεις συλλογές όμορφες όπως αυτή, η οποία μπορεί μεν να τιτλοφορείται "Δρόμοι στη σκόνη", αλλά περικλείει ποίηση απαστράπτουσα!

      Διαγραφή