μόνος ξερίζωνα χρόνια και χρόνια
τ’ αγριοχόρταρα
ρίζες παλιές βαθιές μού πλήγωναν τα χέρια
πέτρες ασήκωτες στους ώμους και γονάτιζα.
δεν ήρθαν μόνα τους πουλιά να κελαηδήσουν:
ανοίγουνε τα μάτια μας στον κόσμο.
ποια μάσκα θα φοράς, πώς θα σε λένε
θίασοι γύρω πάνε κι έρχονται αλλόκοτοι
με τις ολόλαμπρες στολές οι θεατρίνοι
–πώς ψευτοκλαίνε δες και πώς χειρονομούν–
κι έπειτα κράζουν τους Θεούς τους και τη Μοίρα
με ουρλιαχτά ολονυχτίς με τόσα δάκρυα
μ’ ιδρώτα κι αίμα στα μαλλιά τους και στα χέρια.
Κι έπειτα πάλι ηρεμούν σιωπούν και χάνονται.
Τι να ’ναι απ’ όλα αληθινό κανείς δεν ξέρει.
Πες μου· κι ας είμαι απ’ άλλο παραμύθι.
(ΙΙ)
αφηνιασμένη μουσική χοροί και γέλια
χρυσόσκονη στους δρόμους στα κεφάλια μας
παραμυθένιες κι οι στολές μας μες στα φώτα.
τις σερπαντίνες να σωριάσουμε σκουπίδια
να καθαρίσουμε ξοπίσω ό,τι απόμεινε
ό,τι την τάξη μάς χαλά και πώς να βρούμε
τ’ αληθινά μας πρόσωπα στα αζήτητα
ποιο να ταιριάζει και σε ποιον μην μπερδευτούμε.
όμως βουβοί ψυχροί τριγύρω απόμειναν
οι χορευτές δίχως τους ήχους που τους ζέσταιναν.
σκληρή ψυχρή σαν τον απέναντί μου τοίχο
ή σαν τον στίχο που δε γράφτηκε ποτέ
λευκό αμίλητο χαρτί, δρόμος στο χιόνι
κενή οθόνη, το τρανό ατόφιο “τίποτα”
που το κοιτούσα και με κοίταζε τις νύχτες.
είναι μια τρύπα μες στο φως ένα πηγάδι
η γη που χάνεται απ’ τα πόδια στην αιώρηση
το βλέμμα που παγώνει μ’ απορία.
η πάχνη πάνω στην καρδιά η απουσία
θολή λευκή σαν την ομίχλη που σερνότανε
που υψωνόταν και κατάπινε την πόλη.
κι ένα άσπρο σύννεφο που άγγιξε τα δέντρα.
Μα τι απρόσεκτο αλήθεια, πώς ξηλώθηκε
κι έμεινε η φόδρα στα κλαδιά λευκή παντιέρα.
Ολημερίς από τα γύρω χαρακώματα
μεσ’ απ’ τη σκόνη ξεμυτίζαν οι γειτόνοι
με τα δυο χέρια τους ψηλά, με άγρια χάχανα
για την ανέλπιστη ουράνια εκεχειρία.
σαν μαντιλάκι κεντημένο με δαντέλα
μήπως τα γόνατα πληγώσω στο παιχνίδι μου
μήπως ξεχάσω ν’ αγαπώ σαν μεγαλώσω.
Ευχαριστώ θερμά για τη φιλοξενία των ποιημάτων μου
ΑπάντησηΔιαγραφήΕμείς σε ευχαριστούμε αγαπητέ Δημήτρη.
ΔιαγραφήΝα είσαι πάντα γερός και δημιουργικός να μας χαρίζεις συλλογές όμορφες όπως αυτή, η οποία μπορεί μεν να τιτλοφορείται "Δρόμοι στη σκόνη", αλλά περικλείει ποίηση απαστράπτουσα!