τη μοίρα του, θρηνούσε
σκύλος ποιμενικός χωρίς βοσκό, χωρίς
κοπάδι, ο τελευταίος
της γενιάς του, χρόνια
στ’ ανήλιαγα της μνήμης
παραδέρνει, χρόνια
ουρλιάζει απελπισμένα, ποιος
να τον ακούσει, χάθηκε
νιώθει προδομένος, τίποτε
δεν καταλαβαίνει, προσπαθώ
να του εξηγήσω
παιδικά, τίποτε
δεν καταλαβαίνει, όπως κανείς μας
τίποτε δεν καταλαβαίνει, προσπαθώ
να του εξηγήσω, τ’ ανεξήγητα
να του εξηγήσω, ώσπου
καταλαβαίνω που θρηνούσε
ο σκύλος μες στον ύπνο μου
τη μοίρα μας
βαθιά στη Σαντορίνη
κοιτάζεις με κατάνυξη
που ανθίζουνε οι κρίνοι
πετούν τα χελιδόνια
τώρα χιλιάδες χρόνια
των ηφαιστείων παροξυσμούς
να βλέπεις με κατάνυξη
ανέγγιχτη την Άνοιξη!
ή
Η ΕΞΗΓΗΣΗ
της Κύπρου, φύγατε
απ’ τον πλανήτη, φύγατε
κι απ’ τη γειτονιά μας, μόνο
σ’ εμάς εδώ τα έχετε στυλώσει
μα τι ’ναι αυτό που σας κρατάει
με τόσο αρρωστημένο πείσμα, δεν ακούτε
που ελληνικά χτυπάει η καρδιά μας
με το ζόρι αδύνατο
να μας κρατήσετε άλλο, πότε
επιτέλους το βαρύ σας χέρι
θα πάρετε από πάνω μας; ποτέ
ήρθε κοφτή η απάντηση
ποτέ και μην τα μπλέκεις, μην ξεχνάς
πληρώσαμε για ετούτο το νησί
για κοίταξε καλά τη Συμφωνία
χρήμα ζεστό στο χέρι τού Σουλτάνου
χάσαμε ναύτες και στρατιώτες, όμως
για ετούτο το νησί δώσαμε λίρες, χρήμα
ζεστό στο χέρι τού Σουλτάνου, αλίμονο
πονάνε τα λεφτά, ποιος δεν το ξέρει, και απορώ
τέτοια ιδέα πώς σου πέρασε απ’ τον νου
τέτοια ιδέα ν’ αφήσουμε νησί
ακριβοπληρωμένο!
τρέχει χαρούμενο κάτω απ᾿ τα πεύκα
βγαίνει στα ξέφωτα, το χέρι απλώνει
φτάνει, αγγίζει τον ουρανό
ξέρει να κρύβεται, δεν θα το μάθουν
που έχει χαθεί, καθώς απλώνει
το χέρι αγγίζει τον ουρανό
σ᾿ εκείνο το δάσος σχολικής εκδρομής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου