Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

Κατερίνα Κούσουλα, "Η αγάπη που δεν ξέρει"





αγάπη


το τρένο σου κοιτώ αγάπη
να φθάνει με κορδέλες χρώματα
από τις ράγες του μεγάλου ουρανού

κοίτα. μονάχη περιμένω ανήσυχη
ρολόι του σταθμού πολλαπλασιάζει
ήχους αναμονής σου

ψαθάκι άδολο φορώ καθώς το καλοκαίρι
φυσά λεπτό το φόρεμα διπλώνει σε πτυχές
ο γρύλος και η μέλισσα κρατούν διπλά τον ίσο
θλίψη της σφήκας δεν τη φίλιωσα ποτές

έλα λοιπόν χωρίς
ώρα αφίξεως να σημάνεις
υποσχεμένο τρένο γιορτινό
από παντού χωρίς επιστροφή σου





έρωτας ασκεπής


περιφερόταν ασκεπής κι ανέστιος
έρωτας ήταν οπωσδήποτε νοσούσε
μονό σημάδι ασαφές τον εξουσίαζε
στίχους θρυμμάτιζαν οι στεναγμοί στο διάβα του
−δε φτάνουνε τα ξυλοπάπουτσά μου για το δρόμο;
δε φτάνει ο δρόμος ο απ’ την φύση κακοτράχαλος;−
σκληρή ατραπό αδιέξοδη ζητούσε

έρωτας είναι ασκεπής κι εφέστιος
ποτέ ποτέ πίσω στις πλάτες τα φτερά του
πάντα σακούλι τρυφερό μία προδοσία
κι ένα τριφύλλι τυχερό σφιχτά στη φούχτα του
μόνος γυμνός και ξαναγράφει την αλήθεια
δεν ξεγελιέται στον καιρό που όλο αλλάζει
τ’ άγια του μάτια σαν ορθάνοιχτα κρατά





εστία


ξεριζώνουν το θαύμα μου τραύματα
απ’ το πόδι με παίρνει το κύμα
τη δική μου φωνή ακολούθησα
κι ας μην το ’χα πιστέψει ποτέ

τώρα βλέπω στο μέλλον χαλάσματα
υλικά της ψυχής μας σπασμένα
την εστία μου πάλι ονειρεύτηκα
να καπνίζει μονάχη τις νύχτες





η αγάπη που δεν ξέρει


δεν ξέρει η αγάπη να βαδίσει
μικρό παιδί απέμεινε
στα τρίστρατα αφέθηκε σκληρά
το μαύρο ρούχο της γιαγιάς
βλέπει να ξεμακραίνει
το βράδυ έρχεται αργά
και η αγάπη
κοιτάζει στην ποδιά της το τσεπάκι
το δαντελένιο ρέλι ξηλωμένο
άραγες η μαμά θα τη μαλώσει;
ίσως γι’ αυτό καλύτερα να μείνει
στην άκρη στο πεζούλι καθισμένη
ωσότου να ’ρθει πράγματι το βράδυ
να σβήσει το κορμάκι της εντός του
απ’ τα ξανθά μαλλιά δε θα φοβάται
μην προδοθεί
μικρή μικρή θα γίνει πετραδάκι
στην άκρη του πολύ μεγάλου δρόμου
ποιος βιαστικός ν’ ασχοληθεί μαζί της;
και έτσι θα περάσει στο σκοτάδι
κρυμμένη η αγάπη στην καρδιά του
άφοβη να κοιτά τυφλά τη νύχτα
κι όταν η μέρα ξημερώσει πάλι
σπασμένα πρόσωπα παντού θα τη ζητάνε
στην αγορά σε κάθε εχθρών και φίλων σπίτι
κι όλοι θα ενωθούν στην αγωνία
και η γιαγιά θα κλαίει απελπισμένη
κι η μάνα θα προσεύχεται στο τάμα
μα η αγάπη τρέχει στα χωράφια
χαίρεται το καινούργιο της παιχνίδι
κάθε βραδιά να μπαίνει στο σκοτάδι
κάθε πρωί στη μέρα να ξεχνιέται
ποτέ ποτέ πίσω ξανά στο σπίτι
να τη φοβίζουν να την απειλούν
και να ξεχνάνε

πως είναι μόνον ένα κοριτσάκι
στο τρίστρατο δεν ξέρει να διαλέξει
καμιά φορά ξηλώνει την ποδιά της
κάποια φορά δεν θα γυρίσει πίσω





σαλοί της σελήνης


και η σελήνη μου ’φερε για συντροφιά σαλούς

στην απαλή κατεβασιά που οδοιπορούσα
ποταμιαστό το φως της απλωνόταν
πάντοτε μετρημένο στα αθόρυβα
της σκέψης μου τα βήματα σαν γάτας

τριγύρω μάτια φέγγανε
ψυχρά του φεγγαριού τα μαγεμένα
στα πρόσωπα τ’ αλλιώτικα
κι έγραφε το φεγγάρι κι άλλα πρόσωπα
εκείνα που ο καθένας είχε χάσει

πάλι με την πανσέληνο ανάβλεψα
σύμβολα κρυπτικά στα μάγουλα της ώρας
όλο το κίτρινο μεγάλο πρόσωπό της
να κατακλύζει λιώνοντας τα στέρεα

τα όσα υποσχέθηκε στον ύπνο





Από τη συλλογή «Η αγάπη που δεν ξέρει», εκδ. Γαβριηλίδης 2015.

1 σχόλιο: