Ο
ΙΣΚΙΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ
Ο
ίσκιος της ψυχής μου
χάνεται
μέσα σ’ ένα σούρουπο από αλφάβητα
ομίχλη
από βιβλία
και
λόγια.
Ο
ίσκιος της ψυχής μου!
Έφτασα
στη γραμμή όπου σταματά
η
νοσταλγία
και
το δάκρυ μεταμορφώνεται
σε
αλάβαστρο του νου.
(Ο
ίσκιος της ψυχής μου!)
Η
ανέμη του πόνου
φτάνει
στο τέλος της,
μα
μέσα μου απομένει, ουσία και λόγος,
ένα
παλιό μεσημέρι από χείλη,
ένα
παλιό μεσημέρι
από
βλέμματα.
Ένας
θολός λαβύρινθος
από
σκοτεινιασμένα αστέρια
πλέκεται
με τις αυταπάτες μου
που
έχουν σχεδόν μαραθεί.
Ο
ίσκιος της ψυχής μου!
Μια
προαίσθηση
ρουφάει
τη ματιά μου
Βλέπω
τη λέξη έρωτας
να
γίνεται ρημάδι.
Αηδόνι!
Ω
αηδόνι μου!
Τραγουδάς
ακόμα;
7
Αυγούστου 1918, Φουέντε Βακέρος, Γρανάδα
ΝΟΕΜΒΡΗΣ
Όλα
τα μάτια
ήταν
ανοιχτά
κατάντικρυ
στη μοναξιά
με
δάκρυα ξεπλυμένη.
Ντιγκ
ντογκ
ντιγκ
ντογκ
Τα
πράσινα κυπαρίσσια
φύλαγαν
την ψυχή τους
ζαρωμένη
απ’ τον άνεμο
και
οι λέξεις ίδιες κλαδευτήρια
θέριζαν
την ψυχή των λουλουδιών.
Ντιγκ
ντογκ
ντιγκ
ντογκ
Ο
ουρανός μαραίνονταν.
Ω
βραδινό, σκλάβε των νεφελών,
σφίγγα
τυφλή!
Οβελίσκοι
και καμινάδες
φτιάχνανε
πομπές από σαπουνόφουσκες.
Ντιγκ
ντογκ
ντιγκ
ντογκ
Οι
ρυθμοί καμπυλώναν,
και
καμπύλωνε ο αγέρας.
Πολεμιστές
από καταχνιά
φτιάχνανε
με τα δέντρα
καταπέλτες.
Ντιγκ
ντογκ
ντιγκ
ντογκ
Ω
βραδινό,
βραδινό
του παλιού φιλιού μου,
μακρινή
του ίσκιου μου τυραννική ιδέα,
δίχως
καμιά χρυσή αχτίδα!
Κασκαμπέλι
απατηλό.
Βραδινό
σωριασμένο
σε
πυρές σιωπής.
Ντιγκ
ντογκ
ντιγκ
ντογκ
Νοέμβρης
1920
ΕΙΝΑΙ
ΨΥΧΕΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ…
Είναι
ψυχές που έχουν
αστέρια
γαλάζια,
πρωινά
μαραμένα
ανάμεσα
σε φύλλα χρόνου
κι
αγνές γωνιές
που
φυλάνε παλιούς
νοσταλγικούς
ψιθύρους
και
όνειρα.
Άλλες
ψυχές έχουν
πονεμένα
φαντάσματα
παθών.
Σκουληκιασμένα
φρούτα.
Αντίλαλους
μιας
καμένης φωνής
που
φτάνει από μακριά
χείμαρρος
σκότους. Αναμνήσεις
στεγνές
από κλάμα
και
ψίχουλα φιλιών.
Πάει
πολύς καιρός
που
ωρίμασε η ψυχή μου,
και
καταρρέει
γεμάτη
μυστήριο.
Πέτρες
της νιότης
φαγωμένες
από τη νοσταλγία
πέφτουν
μες στα νερά
των
λογισμών μου.
Κι
η κάθε πέτρα λέει:
«Είναι
μακριά ο Θεός»!
ΕΞΟΧΗ
Ο
ουρανός είναι από στάχτη,
τα
δέντρα είναι λευκά.
Τα
καμένα καλάμια
είναι
μαύρα κάρβουνα.
Το
αίμα πάγωσε
στην
πληγωμένη Ανατολή.
Το
βουνό άχρωμο χαρτί,
είναι
τσαλακωμένο.
Η
σκόνη από τις δημοσιές
κρύβεται
στα φαράγγια.
Οι
πηγές είναι θολές
κι
οι βάλτοι ακίνητοι.
Τα
κουδούνια των κοπαδιών
αντηχούν
μέσα σ’ ένα γκρίζο κοκκινωπό,
και
το μαγκανοπήγαδο
τέλειωσε
το κομπολόι τις προσευχές του.
Ο
ουρανός είναι από στάχτη,
τα
δέντρα είναι λευκά.
Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης
Από
το «Βιβλίο ποιημάτων» (1921).
Πηγή:
«Federico Garcia Lorca
- Ποιητικά άπαντα. Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης - Ρήγας Κάπάτος» εκδ. Εκάτη, β΄
εκδ. 2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου