Ο
ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Χαιρετισμός
στον Jorge Luis Borges
Κοιμάται και το φεγγάρι τον κατέχει.
Είναι ο δρόμος μέσα στο φεγγάρι
ένα σακούλι κόκαλα και τ’ άλογο.
Είναι το τούλι της αγάπης του
η σάρκα της ο άμμος και η ερημιά.
Είναι το λασπωμένο πρόσωπο της
Άρτεμης
κι ο Αλφειός κατεβαίνοντας ανάμεσα
στ’ αηδόνια.
Είναι το φοβερό φαράγγι που κανείς
δεν το πέρασε.
Είναι το άχερο του Χρόνου που πέφτει
αιώνια
στη θάλασσα της λησμονιάς. Είναι το
αναπότρεπτο:
η τελευταία φορά που θα ιδείς το
φεγγάρι χωρίς να το ξέρεις.
Και βέβαια δεν είναι τίποτα απ’ όλα
τούτα.
Είναι μονάχα το ποίημα που πέρασε
στον ύπνο του
και μάταια θα παλεύει να θυμηθεί
μετά
κι όταν ακόμα θα το έχει φτάσει σε
τούτη τη γραφή.
ΤΟ
ΑΓΑΛΜΑ ΚΑΙ Ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ
Στην Ισμήνη
και στον Στέλιο Τριάντη
Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.
Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την
παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.
Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε το είχε
συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά σιγά σε κένταυρο.
Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία
του
να τη λαξεύει ακόμη.
ΤΟ
ΚΟΥΤΙ
Λίγο σκοτάδι από τα μαλλιά της κι
ένα γιασεμί
Το γράμμα που επινόησα για κάποιον
τάχα Βλαντιμίρ κι έβαλα
τη Βάλια
Νελαβίτσκι να μου το γράψει στα ρώσικα για να
τη
δαιμονίσω.
Ένα σαλιγκάρι γυάλινο από τη Σκωτία
κι ένα νόμισμα
Βασιλέως
Δημητρίου του Πολιορκητή δώρα του Πήτερ
από τα
ταξίδια του
Η πέτρα με το στίχο: Et
jamais je ne
pleure et jamais
je ne ris.
Το καλειδοσκόπιο που γύρευα στα
παιδικά μου χρόνια και
το βρήκα
σε κείνο το κινέζικο μαγαζί κοντά στο Ορλάντο.
Ένα φύλλο κισσού από τον τάφο του
στο κοιμητήριο του Όβερ συρ
Οάζ σα
να ’ναι το κομμένο του αυτί.
Το ένα σκουλαρίκι της Ελένης.
Η γκρίζα γραβάτα που μου χάρισε ο
διαβόητος Στοππάκιος
Παπένγκους
βρόχος για μένα όταν τη φορώ.
Ένα χαρτάκι από τσιγάρα με το
τηλέφωνο της Πέλιας
που δεν
θα πάρω ποτέ.
Όλα τούτα φυλαγμένα σ’ ένα
φλωρεντινό κουτί.
Κι ακόμη το κομπολόι του Ποιητή – ενενήντα
εννέα χάντρες
πέντε
κοράλλια και μια γαλάζια φούντα.
Τριάντα
τρεις να πας μέσα στον κόσμο
τριάντα
τρεις ν’ ανέβεις στον ουρανό
τριάντα
τρεις να κατεβείς στον Άδη.
Και τα
κοράλλια πέντε όσα και οι αισθήσεις.
Και η
γαλάζια φούντα ο άπειρος κυματισμός των ποιημάτων.
ΤΟ
ΠΡΩΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ
Κάπου εκεί
κατά το άβατο μέρος του κήπου
είδανε το πρώτο δειλινό
σαν ένα χρυσό πιθάρι
που κατρακύλαγε ανάμεσα στα κρίνα
κι από μέσα χυνόταν
μέλι μαύρο
η νύχτα.
Φιλήθηκαν χωρίς να ξέρουν
τι ήταν φιλί
χωρίς να ξέρουν
πως από κείνο το χρυσαφένιο φως
που τα μάτια τους βλέπανε για πρώτη
φορά
είχανε γεννηθεί οι λέξεις
κήπος φιλί κρίνα πιθάρι νύχτα
σημαίνοντας τον έρωτα
στα σκοτεινά του βάθη.
ΤΟ
ΠΟΙΗΜΑ
Φεύγει νύχτα μ’ ένα
παλιό αμάξι
γέρος πια φοράει μαύρα.
Ποιος είναι και πού πηγαίνει
κανείς δεν ξέρει.
Μέσα στη σκέψη του υπάρχει το ποίημα
που ποτέ δεν θα γράψει.
Τόσο αόριστο σαν τη ζωή του.
Μέσα στο κούφιο μπαστούνι του
υπάρχει ένα φίδι χρυσό.
Καθώς θα το τυλίγει απόψε στο λαιμό
της
σε κάποιο ελεεινό ξενοδοχείο
θα τον κοιτάζει στον καθρέφτη
χλωμός ο άλλος εαυτός του.
Αυτός που χρόνια φτιάχνει το ποίημα
καλπάζοντας τώρα στο πλάι του
και ανάβοντας ολοένα τ’ άλογα
που έχουν
μεθύσει
απ’ το
σκοτάδι και
τη λάσπη.
ΤΑ
ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να
βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως
μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει
κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα
κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το
κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει.
Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την
ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε
ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο
βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά
αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε
την πόρτα
της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Από τη συλλογή «Τα αντικλείδια»
(1988).
Πηγή: «Γιώργης Παυλόπουλος -
Ποιήματα (1943-2008)», εκδ. Κίχλη, 2017.
Στην πάνω εικόνα: Σύμπλεγμα
Κενταύρου και Λαπιθίδας, λεπτομέρεια από το δυτικό αέτωμα του ναού του Δία στην
Ολυμπία, 472-456 π.Χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου