[ Από το
«Α΄ ΜΕΡΟΣ
Κυτταρική μέθη» ]
ΝΕΑ ΖΩΗ
Τώρα
πια δεν είναι εύθραυστη η ζωή σου
Γέμισε
αντρικά σώματα,
κραυγές
οδύνης νυχτερινές
και
τραχιά αγγίγματα
Τώρα
πια η ζωή σου προχωράει
χωρίς
την αύρα εκείνη του ανείπωτου
χωρίς
τη θλίψη εκείνη των πρωινών.
Η ΓΟΡΓΟΝΑ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Λυσσομανούσε
ο άνεμος
Η
θάλασσα ανταριασμένη
Η
γοργόνα πάλευε με τα κύματα
Η
τρίαινά της έσπασε στα βράχια,
την
ώρα που η ψυχή της γκρεμιζόταν στον Άδη.
Κι
ο βασιλιάς ποιήματα έγραφε πλάι στο αναμμένο τζάκι
για
γοργόνες που μάγευαν ναύτες γοργοτάξιδων καραβιών
και
τους μάθαιναν τραγούδια για τον Έρωτα.
[ Από το
«Β΄ ΜΕΡΟΣ
Μπρος στο αρχικό ερέθισμα» ]
ΥΠΕΡΒΑΣΗ
Το
αρχικό ερέθισμα
Το
σώμα που έχασα
Έγινε
τώρα η φωνή μου.
Και
αφηγούμαι την ιστορία του
για
να μην χάσω την ψυχή μου.
Το
σώμα έγινε νουβέλα
Για
όλες τις μέσα διαδρομές
Τις
σκιές
Τις
ρήξεις
Πώς
μεταφράζεται η ζωή
σε
λόγο ποιητικό,
αυτό
πρέπει να δείξεις.
Σαν
ρέουν οι λέξεις,
όλα
ανθίζουν.
Ξεπερνιέται
η άβυσσος.
Κουβεντιάζεται
η πληγή.
ΑΝΑΛΟΓΙΑ
Εσύ,
μοιάζεις
με τα πρόσωπα στον Καβάφη
Βυθισμένος
στην ηδονή
περιπλανιέσαι
στις οδούς,
μεθάς
με αντρικά σώματα
και
το μελαχρινό σου πρόσωπο δείχνει λιγάκι ωχρό
αν
το κοιτάξεις μέσα σπό τους βρώμικους καθρέφτες
των
καταγωγείων
όπου
συχνάζεις τις νύχτες.
Και
συ
Απολαμβάνεις
άνομους έρωτες σε μισοφωτισμένες
κάμαρες κρυφές.
Πηγαίνεις
πάντα όπου το σώμα σου σε πάει.
Δίχως
τύψεις ή ενοχές ρεμβάζεις την αγάπη.
Δίχως
να εγκλωβίζεσαι σε «πρέπει» και σε «μη».
Είσαι
διάφανος όπως όλοι όσοι σε ερωτεύονται.
Ανέμελα
ξεγλιστράς σα σκιά
και
μόνο η σάρκα σου φροντίζεις να λατρευτεί,
συλλέγοντας
στη μνήμη σου κάθε άγγιγμα, άρωμα και
φιλί.
Τώρα
γράφεις και ποιήματα υπό το συνωμοτικό φως
των κεριών.
Απελευθερώνεις
τη φαντασία σου μήπως και νικήσεις
τα γηρατειά
−
γιατί στη σκέψη τους πεθαίνεις.
Και
θεατρίνος γι’ αυτό έγινες.
Να
εξωραΐσεις λιγάκι την κραιπάλη
Να
δικαιολογήσεις τον έκλυτό σου βίο.
Να
ζεις άπειρες ζωές και να ’χεις άλλοθι.
Εσένα,
σε
αθωώνει η Τέχνη.
[ Από το
«Γ΄ ΜΕΡΟΣ
Ονείρων γειωμένη νάρκη» ]
ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Ποτίζω
τα αισθήματά μου καθημερινά.
Τα
κυκλοφορώ στους δρόμους μετά
να
τα θαυμάσουν όλοι −
που
είναι έτσι ανθισμένα.
Να
θέλουν να τα κόψουν,
αλλά
να διστάζουν.
Κι
εγώ να διασκεδάζω με τους δισταγμούς τους.
Και
να κρυφογελώ.
Κι
έπειτα να κόβω ένα και να τούς το δίνω δώρο.
Μια
χαρά,
Μια
λύπη,
ή
μια τύψη −
να
φεύγει από πάνω μου.
Να
ξαλαφρώνω
Η ΕΝΟΧΗ
Κόκκινο
φόρεμα φορά
Κατεβαίνει
το ξημέρωμα
στα
ξενυχτάδικα
σαν
όμορφη γυναίκα
Η
Ενοχή
Πλανεύει
Στο
βάθος γυρεύει μια αγκαλιά
Χαλαρή
Σφικτή
Μια
αγκαλιά τέλος πάντων
Όπως
όπως
Να ’βγει η νύχτα
Από
τη συλλογή «Λίγη φθορά για γούρι», εκδ. Γαβριηλίδης, 2017.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου