Δεν έμεινε κανένα
περιθώριο ψεύδους. Αγάπα με λίγο να υπάρχω.
IV
Φαντάζεται
συχνά τον θάνατον −όχι λάσπες− λιβάδια νερά
ανθισμένα
δέντρα και πουλάρια· στη ράχη τους εσύ περνώντας
το
ποτάμι (εδώ τίποτα δεν προδόθηκε, όλα περάσανε και όλα
μείναν).
V
Τότε
ήταν που τραύλιζε με γλώσσα κομμένη. Και
το
φθινόπωρο συνέχιζε σαν πρωινός λησμονημένος γρύλος.
VI
Πες
μου χελιδόνι πώς σχηματίζεις το Λάμδα ανεβαίνοντας τον
Ουρανό;
XII
Του
δειλινού η καμπή μάς ενώνει· χρόνια πολλά πριν
υπολόγιζα
την απόσταση μέχρι τον θάνατο.
XIV
Κοίταζα
τα φρύδια σου· βαθιά τα μάτια σου·
τα
μαύρα σου μαλλιά και το πικρό σου στόμα −
αν
ανταμώσουμε ξανά θα σε γνωρίσω πάλι.
XVII
Στοχάσου.
Πόσον κράτησε η κακιά Στιγμή πόσον το Θαύμα;
XXVII
Άσπρο
φεγγαράκι μισό κι εσύ
νυχτερινή
τροχιά μέσα στα μάγια της νυχτός
μα
τώρα αρχίζει ο βόγγος των ανθρώπων
το
φυλλορρόημα της λεύκας ψηλά
αειθαλής
στόχος των κυπαρισσιών
μα
το βάρος ατίναχτο στους αιώνες
άσπρο
φεγγαράκι μισό κι εσύ.
XXIX
Αόρατες
φτερούγες πουλιών ο αέρας
δεν
σαρώνει τον ουρανό δεν τραγουδάει
δεν
ψιθυρίζει τα μυστικά δεν ουρλιάζει
δεν
κλαίει δεν είναι φίλος του φεγγαριού του ήλιου μήτε
καθώς
η ψυχή που φυλακίζεται ζωντανή στο στήθος
πλαγιάζει
χαϊδεύοντας τους άλλους νεκρούς όλη νύχτα
στους
λόφους.
IXL
Θρήνοι
σέρνονται στην καμπύλη θαρρείς χαϊδεύουν βουνά
τρία
τα δέντρα στην πλαγιά στον άνεμο πλαγιάζουν· μόλις χτες
το
αίμα εδώ λόγχιζε τα κορμιά και τον ουρανό οι κραυγές
φόβιζαν
τα ζώα λακίζοντας κατά τη μονιά τους τρομαγμένα.
LIV
Ξεύρεις
ουρανέ με ποια βροχή και συ χώμα πώς θα με λιώσεις.
Από
τη συλλογή «Ψιλόβροχο» (2000), που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση «Μάρκος
Μέσκος - Ποιήματα, Μαύρο δάσος ΙΙ», εκδ. Γαβριηλίδης, 2011.
Στην
εικόνα:
Όλγα Καραδήμου: «Bain», 60x30, Λάδι σε καμβά, 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου