Δεν είναι ίσως συνηθισμένο
σ’ ένα ιστολόγιο σαν αυτό του Ποιητικού Πυρήνα, όπου διαβάζουμε κυρίως ποίηση
και λογοτεχνικά κείμενα, να γίνεται αναφορά σ’ ένα βιβλίο όπως «Ο Γιάννης που
αγάπησα», της Κατερίνας Καλφοπούλου.
Εκείνο που μας εντυπωσίασε
σ’ αυτό το βιβλίο και το παρουσιάζουμε είναι η αγάπη και η μαγεία, που
συναντήσαμε στις σελίδες του για τα Μαθηματικά και τη διδασκαλία τους σε
εφήβους μαθητές Λυκείου. Μια προσέγγιση των Μαθηματικών και της σχολικής τάξης,
κάποιες εκφάνσεις της οποίας αγγίζουν μια ποιητική διάσταση, με την έννοια των
ποικίλων διεργασιών που τα μαθηματικά μπορούν να επιφέρουν σ’ ένα άτομο, όπως
ακριβώς κι ένα καλό ποίημα.
O ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ
Διαβάζοντας το βιβλίο της
Κ. Καλφοπούλου, ο «Γιάννης που αγάπησα» (εκδ. Τραυλός, 2017), με τον υπότιτλο
«Ιστορίες ανατροπής στην τάξη», δεν μπορώ παρά να σταθώ στο ευχάριστο ξάφνιασμα
που μου προκάλεσε και κυρίως στη χαρά που ένοιωσα, γιατί όταν έχουμε τέτοιους
εμπνευσμένους Δασκάλους, μέσα στις τάξεις μας, κι ελπίζω να έχουμε πολλούς σαν
την Κατερίνα Καλφοπούλου, ίσως οι έφηβοι μαθητές μας καταφέρουν να προσεγγίσουν
και να σαγηνευτούν από τη γοητεία της γνώσης.
Τι
να πρωτοπεί κανείς γι’ αυτή τη Δασκάλα των Μαθηματικών, η οποία αντιμετωπίζει
τη διαδικασία της διδασκαλίας άλλοτε σαν μια «περιπετειώδη μίνι σειρά» κι
άλλοτε σαν «συναρπαστικό αυτοτελές επεισόδιο», όπως η ίδια γράφει. Μια δασκάλα
που καταφέρνει να βρίσκει στα φορμαλιστικά σύμβολα των Μαθηματικών τη λογοτεχνική
τους διάσταση, όταν μιλά για τη «Δύναμη σημείου ως προς κύκλο» και να το
πηγαίνει ακόμη παραπέρα σε φιλοσοφικές προεκτάσεις, συνδέοντας αυτήν τη
μαθηματική σχέση με τον τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων μας, προτρέποντας
τους μαθητές να απομακρύνονται από τον πυρήνα του κάθε φορά προβλήματός τους,
ώστε να μπορούν να το αντιμετωπίζουν με «θετική δύναμη» από απόσταση. Ή όταν
συνδέει την προσπάθεια κατανόησης των Μαθηματικών με την κατανόηση του εαυτού
μας, επισημαίνοντας πως αυτό, η γνώση δηλαδή του εαυτού μας, αποτελεί και τη
βάση για τη σωτηρία του. Απόψεις που δεν ακούγονται συχνά μέσα στις σχολικές
τάξεις, παρ’ ότι η αναγκαιότητά τους είναι ίσως πολύ μεγαλύτερη από την ίδια τη
γνώση. Και λίγο παρακάτω όταν η Κ. Καλφοπούλου αναλογίζεται με αφορμή τα
κριτήρια της Ευκλείδειας Γεωμετρίας, για τα «κριτήρια επιλογής επαγγέλματος,
επιλογής φίλων, συντρόφου» κ.ά, για τα κριτήρια δηλαδή που ο καθένας
χρησιμοποιεί για να πορευτεί στη ζωή. Και αλλού όταν με αφορμή τη «δεύτερη
ανάγνωση» των δεδομένων μιας άσκησης συνεχίζει: «Αν στις ασκήσεις των
Μαθηματικών αποκτήσουμε την εμπειρία να διαβάζουμε τα μηνύματα πίσω από τα – άμεσα
και έμμεσα – δεδομένα ίσως βρούμε στη συνέχεια έναν συναφή τρόπο να διαβάζουμε
τα κωδικοποιημένα μηνύματα τα δεδομένα και τα μεταδεδομένα, σε οποιαδήποτε
διμερή επικοινωνία».
Είναι
εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας αξιοποιεί βασικές αρχές της
διδακτικής, έχοντας κατά νου τη διδασκαλία ενός μαθήματος σαν μια ενορχήστρωση.
Σαν μια προσπάθεια δηλαδή που θα κινητοποιήσει όλα τα μέλη της ορχήστρας-τάξης,
όπου το κάθε μέλος θα συμβάλλει με τον δικό του τρόπο και τις δικές του
δυνάμεις στο τελικό αποτέλεσμα. Γι’ αυτό το λόγο αφ’ ενός παίρνει αφόρμηση από
την καθημερινότητα των μαθητών, προκειμένου να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον τους,
αφ’ ετέρου συχνά καταφεύγει στο στοιχείο της έκπληξης και της ανατροπής των
τετριμμένων διαδικασιών, ώστε να διατηρήσει το ενδιαφέρον. Χρησιμοποιώντας όλες
τις δυνατές παραστάσεις, αναπαραστάσεις, εννοιολογικές και μεταγνωστικές
προσεγγίσεις, προσπαθεί να εξηγήσει ολιστικά τα μαθηματικά και να μην
περιοριστεί μόνο στην παρουσίαση της τυπικής μεθοδολογίας. Κι αυτό το
καταφέρνει με στέρεη, καλά δομημένη οργάνωση και προετοιμασία της διδασκαλίας
παρ’ ότι αφήνει να εννοηθεί ότι συχνά πειραματίζεται. Η βαθιά γνώση της
δυναμικής της ομάδας και των παραγόντων που την επηρεάζουν είναι ένα πολύτιμο
εργαλείο, στα χέρια της για την επίτευξη των στόχων της. Οι παραπάνω τακτικές
εξυπηρετούνται από μια «ιδιαίτερη στρατηγική: είτε μια πρώτη αφηγηματική
προσέγγιση, ως εισαγωγή στο μάθημα, είτε μια φιλοσοφική ενατένιση ως κατακλείδα
στην ανακεφαλαίωση». Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσω και την ιδιαίτερα
ευρηματική ιδέα να μετατοπίζει το κέντρο ενδιαφέροντος της τάξης στους ίδιους
τους μαθητές, δίνοντάς τους «ένα δεκάλεπτο την τελευταία ώρα της βδομάδας, ώστε
όποιος θέλει να μπορεί να μιλήσει για τα χόμπι του, έχοντας όμως κατάλληλα
προετοιμαστεί». Η παιδαγωγική διάσταση αυτής της τακτικής συμβάλλει πολλαπλώς
στην τόνωση του ενδιαφέροντος των μαθητών, στην εξυπηρέτηση της ανάγκης τους να
νοιώσουν σημαντικοί ως μέλη της ομάδας και κυρίως να αποκτήσουν την κουλτούρα
της σοβαρής και υπεύθυνης προετοιμασίας, ακόμη και για την πιο απλή διαδικασία,
όπως είναι η παρουσίαση των χόμπι τους. Η Κ. Καλφοπούλου έχει μεγάλη αγάπη για τα
παιδιά, βαθιά γνώση της ψυχολογίας των εφήβων και μια διαρκή έγνοια: «πώς θα
καταφέρει να κάνει αποτελεσματική τη διδασκαλία, ώστε να διαμορφώσει
σκεπτόμενους, δραστήριους και ενεργούς πολίτες, όπως άλλωστε διατείνονται και
τα νέα προγράμματα σπουδών» του Υπουργείου. Γι’ αυτό και έχοντας τη διδακτική
εμπειρία, δεν παύει σε διάφορα σημεία του βιβλίου να ασκεί κριτική στα
Αναλυτικά Προγράμματα και στους ανθρώπους που τα καταρτίζουν. Όμως, ακόμη και
μέσα απ’ αυτήν την κριτική δεν παύει να διαφαίνεται η έγνοια της και η αγωνία
της για την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας με όρους που αναφέρθηκαν
παραπάνω.
Θα
ήθελα εδώ να πω κάποια πράγματα για την προσωπικότητα της Κ. Καλφοπούλου όπως
παρουσιάζεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της. Πρόκειται για δασκάλα που
πέρα από τη βαθιά γνώση του αντικειμένου διδασκαλίας της, έχει ευρύτερη παιδεία
σε θέματα ψυχολογίας, παιδαγωγικής, κοινωνιολογίας και θα τολμούσα να πω
φιλοσοφίας της καθημερινής πράξης και ζωής. Μια ολοκληρωμένη δηλαδή
προσωπικότητα, η οποία στέκεται με τη στιβαρότητα της δασκάλας, αλλά την ίδια
στιγμή καταφέρνει να εναλλάσσεται στους ρόλους του πρωταγωνιστή, του θεατή,
αυτού που κινεί τα νήματα, ή καταγράφει τα τεκταινόμενα μέσα στην τάξη με
θεατρικότητα και παιχνιδιάρικη διάθεση. Ένα ακόμη σημείο που πρέπει να τονιστεί
είναι η ετοιμότητά της να αφουγκράζεται τους μαθητές και να μαθαίνει διαρκώς
απ’ αυτούς. Μιας και ξέρει πολύ καλά ότι οι δάσκαλοι μαθαίνουν όταν ακούν τους
συλλογισμούς των παιδιών, όταν αφιερώνουν χρόνο σ’ αυτούς και δε βιάζονται να
«βγάλουν» τη διδακτέα ύλη.
Δύο πράγματα είναι σίγουρο
ότι αποκομίζει κανείς διαβάζοντας το «Γιάννη που αγάπησα»:
n Το ένα είναι η μεγάλη
γοητεία, που ασκεί ο κόσμος των Μαθηματικών στη συγγραφέα και η περιπέτεια της
διδασκαλίας τους στη σχολική τάξη και το άλλο είναι
n Η αγάπη και το ενδιαφέρον
για τους μαθητές της.
Σε πολλά και διαφορετικά
σημεία του βιβλίου η Κατερίνα αναφέρεται στη γοητεία και στις διαφορετικές
προεκτάσεις του κόσμου των Μαθηματικών, τα οποία σύμφωνα με την τεκμηριωμένη
άποψή της βρίσκονται παντού, με τον ίδιο τρόπο που βρίσκεται και η γλώσσα. Και
η αναφορά της αυτή προσομοιάζει με τη χαρά ενός μικρού παιδιού μπροστά στο
καινούργιο του παιχνίδι. Με την ίδια χαρά βιώνει και το μαγικό κλίμα της
σχολικής τάξης. Παρά το πλήθος των επιθέτων που χρησιμοποιεί για να το
παρουσιάσει (γοητευτικό, δημιουργικό, αποκαλυπτικό κ.ά.), στο τέλος καταλήγει:
«δεν υπάρχουν λέξεις ικανές να το περιγράψουν και να το μεταφέρουν έξω από τον
χώρο που το φιλοξενεί και πέρα από τους ανθρώπους που το βιώνουν».
Σε
ό,τι αφορά τη δεύτερη διαπίστωση, δηλαδή την αγάπη για τους μαθητές της,
υποδηλώνεται παντού, σε κάθε κείμενο του βιβλίου της. Από τον τίτλο ακόμη «Ο
Γιάννης που αγάπησα», μέχρι και στα κείμενα όπου επικρίνει τα παιδιά για την
προχειρότητα με την οποία διαχειρίζονται τα προβλήματα των Μαθηματικών ή
επιζητούν η προσέγγιση της μάθησης να γίνεται μόνο με διασκεδαστικό τρόπο (ελέω
των σύγχρονων παιδαγωγικών θεωριών), η ανησυχία και η έγνοια της είναι
καταφανείς. Αγαπά τα παιδιά αλλά δε χαϊδεύει αυτιά. Προσπαθεί με κάθε πρόσφορο
μέσο να αφυπνίσει και να κρατήσει σε εγρήγορση τους μαθητές σε σχέση με όσα θα
αντιμετωπίσουν στην αυριανή ζωή, έξω και πέρα από το προστατευτικό περιβάλλον
της οικογένειας και του σχολείου. Γι’ αυτό και συνεχώς προσπαθεί να αναδεικνύει
την δύναμη της παραγωγικής-επαγωγικής μεθόδου της Ευκλείδειας Γεωμετρίας και να
τη συνδέσει με τη λογικά ολοκληρωμένη σκέψη, στην προσπάθειά της να
δημιουργήσει πρότυπα σκέψης, συμπεριφοράς και χαρακτήρα.
Η
Κ. Καλφοπούλου δεν παύει να διερευνά, να προβληματίζεται, να αναλογίζεται τις
ευθύνες της ως διδάσκουσα και να αποφαίνεται: «Ίσως στο σχολείο δεν εξηγούμε
επαρκώς τα Μαθηματικά έξω από το φορμαλιστικό-λειτουργικό τους πλαίσιο. Και
αναμφιβόλως στο Λύκειο, ακολουθώντας το πιεστικό Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών,
δεν προσεγγίζουμε τα Μαθηματικά από τη φιλοσοφική τους διάσταση η οποία
αποδεικνύει ότι δεν πρόκειται για ένα στυγνό "παιχνίδι συμβόλων", που στερείται
νοήματος, αλλά για ένα σύνολο πρακτικών, οι οποίες μπορούν να εφαρμοστούν άμεσα
ως τρόπος σκέψης, συγκρότησης, συνέπειας, λογικής διάταξης, ερμηνείας
μετάφρασης, και άλλων ατομικών, κοινωνικών και επικοινωνιακών διεργασιών…
Τα
Μαθηματικά, εν κατακλείδι, δεν είναι απλώς τρόπος σκέψης! Τα μαθηματικά είναι
(ένας συναρπαστικός) τρόπος ζωής! ».
Κατερίνα Ζιαμπούλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου