ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ TOΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Έτσι
λοιπόν χωρέσανε στα μάτια σου τόσες κοινές
ασήμαντες εικόνες
Ποιος
θα ’χει χρόνο κάποτε να βυθιστεί στη λίμνη μιας
ανάμνησης
Η
αιωνιότητα κρατάει τόσο λίγο
Όμως,
δε γίνεται, θα υπάρχει κάπου μια μικρή δικαιοσύνη
να εξηγεί
Με
ποιες προθέσεις φεύγει ένας άνθρωπος
Με
πόσα θα και πόσα να που ψιθυρίζει ο θάνατος
Σβήνει
ασυλλόγιστα ολόκληρη ζωή
Αφού,
το ξέρεις, ένα μόλις δευτερόλεπτο αρκεί
ν’ αλλάξουν τώρα δυο φτερά τη ρότα τους
Και,
μην ακούς, τα δευτερόλεπτα πληρώνονται ακριβά
Γι’
αυτό κι ο άνθρωπος εκείνος φεύγει απένταρος
Με
τον πνιγμένο ρόγχο ενός κυνηγημένου
Λεπτά
χρειάστηκε λεπτά
Χιλιάδες
δευτερόλεπτα
Για
ν’ αγοράσει τί; ασήμαντες εικόνες
Μα
πώς μπορεί να ξεχρεώσει τώρα πού να δανειστεί
Πόσες
εικόνες να πουλήσει απ' την ανάμνηση
Μια
δυναστεία εικόνες παλιωμένες
Γεννοβολάνε
τα λεπτά κι ο τόκος βγαίνει αβάσταχτος −
Κανείς λοιπόν δεν έχει να
πληρώσει;
ΣΤΗΝ ΑΡΓΥΡΗ ΣΕΛΗΝΗ
Σελήνη
να ’ναι αλήθεια ότ’ είσαι από ασήμι;
Κι
όλοι αυτοί που στο βελούδο της προθήκης στέκονται
Αρθρώνοντας
ψιθύρους αισθημάτων
Άραγε
Σε
ρίχνουνε στο τάσι του ματιού ζυγίζοντας
Βάρη
κι αξίες;
Δε
βρίσκω άλλη εξήγηση. Πώς μαγνητίζεις
Τον
πόθο της απόκτησης και αλλοπαρμένοι
Ανοίγουν
τις κουρτίνες βιαστικά ή απ’ το μπαλκόνι
Ορμάνε
να σε δουν. Ουράνια δόκανα
Στην
έχουνε στημένη. Κι έχουν στείλει δυο αρκούδες να
οσμίζονται
Τα
βήματά σου. Πρόσεξε
Το
βέλος του Τοξότη, φυλάξου απ’ το φαρμάκι του Σκορπιού.
Σελήνη,
θα ‘ναι αλήθεια ότ’ είσαι από ασήμι. Δέξου το
Πως
μόνο εκείνο που μπορεί να πουληθεί έχει τιμή και είναι
Απ’
όλους σεβαστό. Απ’ όλους μας τιμώνται οι πουλημένοι.
Διάβολε
Δέκα
χιλιάδες στίχοι έχουν γραφτεί για σένανε
Κι
ούτε για δείγμα ένας που να πει
Τα
στοιχειώδη. Ούτ' ένας αργυραμοιβός που να τολμήσει
Ξεκάθαρα
μια προσφορά.
Το
απρόσιτο μένει συχνά στο ράφι.
Κι
ας το ορέγονται.
Κάνε
λοιπόν εσύ το πρώτο βήμα
Τώρα
που ολόκληρη σε βλέπω κι αυγωμένη
Γιατί
απ’ αύριο θ' αρχίσεις να φυραίνεις
Κι
έπειτα
Ποιος
θα βρεθεί τα ωραία λεφτά του να πετάξει
Για
το ασήμι σου
Το
σώμα σου
Το
εφήμερο
Το
ελλιποβαρές.
ΚΑΤΟΙΚΙΔΙΟ ΔΑΣΟΣ
Στο
δροσερό σαλόνι σας θροΐζει ένα δάσος.
Αυτά
τα έπιπλα που ακούτε ν’ ανασαίνουν
Φυλάνε
ακόμα ενστικτώδη φτερωτά
Μες
στα φυλλώματα. Κι αν τρίζουνε
Κάθε
που μπαίνει νέος επισκέπτης
Θα
’ναι που νιώθουνε κρυμμένο το τσεκούρι
Να
τροχίζεται. Σε ανώδυνο χαμόγελο
Αβροφροσύνης
τούτη τη φορά.
Τις
νύχτες αλαφιάζονται
Και
το χοντρό τους νύχι από ρίζα
Χώνεται
Στον
βράχο του τσιμέντου. Οι κλώνοι τους
Ρημάζουν
τα ταβάνια − να οι ρωγμές
Του
ξύλου που μουγκρίζει. Αφήστε τα·
Ούτε
µ’ αλήθεια ούτε με πλάνη λειαίνονται
Οι
ρόζοι σε μια φλούδα γηρατειών· αφήστε τα.
Κι
αν το τικ-τακ του σκουληκιού υποδύεται
Το
χτύπο της καρδιάς τους
Αυτά
ονειρεύονται το ηρωικό λαμπάδιασμα
Να
’ρθει επιτέλους να χωρίσει πνεύμα
Από
κορμί
− Λάμψη και κάρβουνο.
Από
τη συλλογή «Το θα και το να του θανάτου» (1987), που περιλαμβάνεται στον
συγκεντρωτικό τόμο «Αντώνης Φωστιέρης - Ποίηση, 1970-2005», εκδ. Καστανιώτη
2008.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου