Η
ΠΛΗΓΩΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ
Η
πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της
οι
βραδινές καμπάνες την κραυγή τους
κι
η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα
συνάζει
στάλα στάλα το αίμα
απ’
όλες τις σημαίες που πονέσανε
από
τα κυπαρίσσια που σφαχτήκαν
για
να χτιστεί ένα πύργος κατακόκκινος
μ’
ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείχτες
κι
οι δείχτες σα σταυρώνουν θα ’ρχεται ένα σύννεφο
κι
οι δείχτες σα σταυρώνουν θα ’ρχεται ένα ξίφος
το
σύννεφο θ’ ανάβει τα γαρίφαλα
το
ξίφος θα θερίζει το κορμί της
ΟΡΥΧΕΙΟ
Σου
γράφω γεμάτη τρόμο μέσα από μια στοά
νυχτερινή
φωτισμένη
από μιαν ελάχιστη λάμπα σα δαχτυλήθρα
ένα
βαγόνι περνάει από πάνω μου προσεχτικά
ψάχνει
τις αποστάσεις του μη με χτυπήσει
εγώ
πάλι άλλοτε κάνω πως κοιμάμαι άλλοτε
πως
μαντάρω ένα ζευγάρι κάλτσες παλιές
γιατί
έχουν όλα γύρω μου παράξενα παλιώσει
Στο
σπίτι
χτες
καθώς
άνοιξα τη ντουλάπα έσβησε γίνηκε
σκόνη
μ’ όλα τα ρούχα της μαζί
τα
πιάτα σπάζουν μόλις κανείς τ’ αγγίξει
φοβάμαι
κι έχω κρύψει τα πιρούνια και τα
μαχαίρια
τα
μαλλιά μου έχουν γίνει κάτι σα στουπί
το
στόμα μου άσπρισε και με πονάει
τα
χέρια μου είναι πέτρινα
τα
πόδια μου είναι ξύλινα
με
τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρά παιδιά
δεν
ξέρω πώς γίνηκε και με φωνάζουν μ ά ν α
Θέλησα
να σου γράψω για τις παλιές μας τις χαρές
όμως
έχω ξεχάσει να γράφω για πράγματα
χαρούμενα
Να
με θυμάσαι
ΤΑ
ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ
στον Οδυσσέα Ελύτη
Δε
δίνω αίμα στις φλέβες των πουλιών
και
τα ποτάμια μου κρατήσαν τα νερά τους
επάνω
στα ψηλά βουνά τρεις βίγλες έχω στήσει
μες
στη σπηλιά μου φύλαξα τους αετούς
Ελάτε
βγείτε στον κάμπο περιστέρια μου
με
τις γαλάζιες κορδέλες στο λαιμό σας
ελάτε
βγείτε με το φεγγάρι στην καρδιά
σα
θα σηκώσω την ταφόπετρά μου
Αργοπεθαίνουν
γύρω μου τ’ άλλα πουλιά
ελάτε
βγείτε στον κάμπο περιστέρια μου
ελάτε
βγείτε σφαγμένα περιστέρια μου
Ο
ΟΥΡΑΝΟΣ
Πουλιά
μαύρες σαΐτες της δύσκολης πίκρας
δεν
είν’ εύκολο πράμα ν’ αγαπήσετε τον ουρανό
πολύ
μάθατε να λέτε πως είναι γαλάζιος
ξέρετε
τις σπηλιές του το δάσος τους βράχους του;
έτσι
καθώς περνάτε φτερωτές σφυρίχτρες
ξεσκίζετε
τη σάρκα σας πάνω στα τζάμια του
κολλούν
τα πούπουλά σας στην καρδιά του
Και
σαν έρχεται η νύχτα με φόβο απ’ τα δέντρα
κοιτάτε
τ’ άσπρο μαντίλι το φεγγάρι του
τη
γυμνή παρθένα που ουρλιάζει στην αγκαλιά του
το
στόμα της γριάς με τα σάπια τα δόντια του
τ’
άστρα με τα σπαθιά και με τους χρυσούς σπάγκους
την
αστραπή τον κεραυνό τη βροχή του
τη
μακριά ηδονή του γαλαξία του
ΤΟ
ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ
Εργοστάσιο
εργοστάσιο
νύχτας
και φωτιάς
με
ήλιους μεγάλους από τριαντάφυλλα
πυροσβεστικές
σκάλες
λεύκες-φαντάσματα
με κόκκινα φύλλα
πουλιά
απελπισμένα δεμένα με σκληρές
άσπρες
κλωστές
φριχτά
παιχνίδια
Η
νύφη
χαμογελάει
με
λεκιασμένο μπράτσο
με
ραγισμένο χέρι
με
τα βαμμένα νύχια
στην
προκυμαία πλάι πλάι το βαπόρι
και
παρακάτω η τρικυμία
και
παρακάτω ο πνιγμένος
Αυτός
Εκείνη
Τα
κουρασμένα τ’ άλογα πλάι στη βρύση
η
δίψα
κι
ακόμα παραπάνω από τη δίψα
Ο
Ποιητής
Είχε
τους κήπους του κρυμμένους μες στο στόμα του
που
κάηκε και γέμισε καπνούς τη χώρα
Εργοστάσιο
εργοστάσιο
φρίκης
και φωτιάς
Από
τη συλλογή «Παραλογαίς» (1948), που περιέχεται στην συγκεντρωτική έκδοση
«Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα (1945-1998)», εκδ. Κέδρος 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου