Άδωνις
Τα
ωραία μάτια και τα χείλη
Ή το στήθος κι ο λαιμός σου
Γλυκό
με ποτίζουνε αφιόνι;
Ή
των φιλιών σου το πηγμένο μέλι;
Μα
όχι!
Είναι
η ευωδιά σου!
Η ευωδιά σου είναι
Που
γεύση αποστάζεται
Στων
βλεφαρίδων σου τους καταρράκτες
Πόνος
Εκεί
που ο ήλιος χάνεται στο δείλι
Τ’ ολόξανθό του φως όπου σφαλά
Στο
σύνορο που σβήνει το καντήλι
Και
που η νυχτιά τη μέρα συναντά
Εκεί
που το γαλάζιο φως της μέρας
Το
σέρνουνε μελανοφτέρουγα πουλιά
Ετούτο είναι της νιότης μου το γέρας
Ν’
ακολουθήσω ονείρατα παλιά
Σ’
εκείνο το παράξενο δρομάκι
Που δέντρα τ’ αποσκιώνουν πορφυρά
Λαφριά η ψυχή σαν τρυφερό κλαδάκι
Στόμα
ζεστό αίμα γλυκό που ρέει
Φιλί
να νιώσει αιώνιο λαχταρά
Ω!
Πώς το θέλει η ψυχή που κλαίει!
O Oρφέας στον Άδη
Στης
Ευρυδίκης την αγαπημένη αγκαλιά ποθείς αναπαμό
Θεόμορφη
η ματιά σου δόθηκε εκείνη πάλι ν’ αντικρύσει
Η
λύρα σου, γλυκόλαλη, τον τρομερό ημερώνει πηγαιμό
Πλανεύοντας
γαλήνια τη λήθη, εσέ που θέλει να τυλίξει
Πίνεις
αργά θρηνώντας το αίμα της δικής σου της καρδιάς
Που
σ’ επιστρέφει αγωνία φρικτή στης Περσεφόνης το βασίλειο
Ω Ευρυδίκη, Ευρυδίκη εσύ, στης μαγεμένης τ’ όνειρο ματιάς
Με
τι ψυχή ν’ αντιπαλέψεις του Άδη το φριχτό μυστήριο;
Θλιμμένα
ηχεί στο σκότος του αηδονιού η γλυκύτατη επωδός
Τα
δένδρα, πεθαμένα στέκουνε κορμιά, σε μαύρο αίμα πλένε
Ορφέα!
Ορφέα! δύστυχε, στη φρίκη, πώς βαδίζεις μοναχός!
Ορφέα, Ορφέα, φύγε, πέτα, πίσω γύρνα με λύπη όλα σου λένε
Ανατριχιούν
τα ζοφερά να πουν και τ’ αφανέρωτα τα χείλη
Χλωμά
τα μάτια κι άδεια τώρα στέκονται βουβά να κλαίνε
Κι
η λύρα σου, Ορφέα δύσμοιρε, αδίκως δέρνεται στο κρύο δείλι
Ορφέα, η μοίρα την κλωστή δεν ξαναδένει, όλα σκληρά σου λένε
Από
τη συλλογή «Δηλητήριο σε μέλι», εκδ. Νησίδες, 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου