ΑΡΜΟΝΙΑ
στην Εύα Περσάκη
Λέει
το δέντρο:
—
Θα σπάσω τα κλαδιά μου
αυτή
τη νύχτα
θ’
ανάψω
θ’
ανεβώ!
Τρελάθηκαν
τα φώτα
μες
στο σπίτι
ανάβουνε
και σβήνουν
δίχως
λόγο
Λέει
το παιδί:
—
Είναι χειμώνας
κι
η θάλασσα είναι μακριά με το καράβι
κι
άνθρωποι σκάβουνε
βαθιά
σκάβουνε
και
όλο θάβουν
Λέει
ο ήλιος:
— Κοιμήθηκα
και ονειρεύτηκα
πως
ήμουν
περιστέρι
με
ξεσκισμένη όλο αίματα
κοιλιά
Και
λέει το καράβι:
— Κουράστηκα
θέλω
να κοιμηθώ
όμως
η νύχτα είναι βαθιά
όμως
η νύχτα είναι σκοτεινή
και
δίχως ψάρια
ΔΕΝ
ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΗ ΟΤΙ ΖΩ ΠΙΟ ΠΕΡΑ
Δεν
είναι τύχη ότι ζω πιο πέρα
Σκοτείνιασε
από την άλλη τη μεριά καθώς κοιτάζω
τ’
άσπρα σπίτια και τα μαύρα σπίτια
ποιο
χέρι σημαδιακό τώρα θα μ’ αγγίξει;
δαιμονικές
κόκκινες ρόδες όλο και κυλάνε
αυτό
το σμάρι των παιδιών
φωλιάζει
κι από ένας θάνατος μες στο κορμί τους
τον
κάνανε χαρούμενο στεφάνι
και
το χτυπούν με το μικρό το ξύλο
κυλάει
κυλάει το τσέρκι, το κυλάνε
κυλάει
η ζωή τους ήλιος που τα περονιάζει
καθώς
χτυπάνε με το ξύλο
τον
παγωμένο θάνατο που τρέχει
το
πένθος άφωνο κοκάλωσε τριγύρω
δεν
είναι τύχη ότι ζω πιο πέρα
ΕΖΗΣΑ
ΚΟΝΤΑ
μνήμη Γιώργου Μακρή
Έζησα
κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους
κι
αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους
όμως
η καρδιά μου ήταν πιο κοντά
στους
άγριους άρρωστους με τα φτερά
στους
μεγάλους απεριόριστους τρελούς
κι
ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους
ΤΑ
ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΜΟΥ
Δε
σας γνωρίζω εφέτος
καημένα
χελιδόνια μου
πετάτε
άραγε όπως άλλοτε
ή
μήπως σε ρόδες πάνω να κυλάτε
όμως
το μάτι σας γιατί έτσι μεγάλωσε
τεράστιο
τεράστιο
και πορφυρό
μονάχα
ο ουρανός σάς έχει απομείνει
μα
να ’ναι για σας τώρα Ουρανός;
ΩΣ
ΤΟ ΤΕΛΟΣ I
Ως
το τέλος λυπήθηκα που ήτανε παιδί
θα
’πρεπε να ’ταν σύννεφο
σαν
κι αυτά που μέσα τους κρύβονται τα πουλιά
όταν
φοβούνται
Ο
ΔΑΙΜΟΝΑΣ
Το
μυαλό μου κουρασμένο
Πώς
έπεσα
και
τσακίστηκα
τώρα
με
δεκανίκια
χρυσά
τρίγωνα χρυσά τετράγωνα
γύρω
κρεμνάω
τώρα
οι άσπρη φίλη μου, μαύρο φάντασμα
τώρα
οι μαύρη φίλη μου, άσπρο φάντασμα
κι
εκείνη που χάθηκε με τ’ ασημένιο καρφί
στον ποταμό
δεν
ξέρω ποιος; ο ήλιος ή το χιόνι
δεν
ξέρω ποια; τα χελιδόνια ή τα σπουργίτια
μετράω
ολοένα μετράω
η
μητέρα μου ολοένα κλαίει
μετράει
η μητέρα μου ολοένα μετράει
Από τη συλλογή «Το σκεύος» (1971), που περιέχεται
στην συγκεντρωτική έκδοση «Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα (1945-1998)», εκδ. Κέδρος
2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου