Σάββατο 25 Μαΐου 2024

Γιάννης Βαρβέρης, "Ποιήματα"





ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ
ΤΟΥΣ ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ


Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές
αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη
να τους βλέπουμε πού και πού
γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι
βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί − ξεχασμένοι έστω −
εκεί έρχεται το μαντάτο τους.

Οι καλοί ποιητές μάς φεύγουνε μια μέρα
όχι γιατί πεθαίνουνε
από έμφραγμα ή από καρκίνο
αλλά γιατί φυτρώνουνε στα βλέφαρά τους
λουλούδια τρομερά.

Ανοίγουνε κιτάπια στην αρχή
πάνε μετά στον οφθαλμίατρο
ρωτάνε κηπουρούς βοτανολόγους
η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά
λόγια φοβισμένα κι αόριστα
οι περαστικοί κι οι γείτονες σταυροκοπιούνται.

Έτσι σιγά σιγά οι ποιητές μαζεύονται
αποτραβιούνται σπίτι τους
ακούγοντας δίσκους παλιούς
γράφοντας λίγο
όλο και πιο λίγο
πράγματα μέτρια.
Στο μεταξύ μες στην κλεισούρα
τα τρομερά λουλούδια αρχίζουν να ξεραίνονται
και να κρεμάνε
κι οι ποιητές δε βγαίνουν πια
μήτε για τα τσιγάρα τους στο διπλανό περίπτερο.
Μόνο σκεβρώνουνε κοντά στο τζάκι
ζητώντας την απόκριση από τη φωτιά
που πάντα ξεπετάει στο τέλος μια της σπίθα
κι αυτή γαντζώνεται
στα ξεραμένα φύλλα πρώτα
ύστερα στα ξερά κλαριά
σ’ όλο το σώμα
και τότε λάμπει το σπίτι
λάμπει ο τόπος
για μια μόνο στιγμή

κι αποτεφρώνονται.


[Αναπήρων πολέμου, 1982]





ΤΟ ΣΥΜΠΤΩΜΑ ΣΕ ΑΠΟΔΡΟΜΗ


Το πένθος έχει νόημα όταν ακόμα
ο άλλος ζει για τα καλά.
Όσο γερνάς
τόσο υψώνω τις κακίες σε ακακίες
κι η τρυφερότητά μου τεμπελόσκυλο που λιάζεται
κουνώντας την ουρά του.

Μοίραζα χρόνια
στου γάμου σου τη μνήμη ναφθαλίνες·
δρέπω σκώρους.
Έπαιρνα τις ρυτίδες για χαμόγελα
άφηνα το τσιγάρο στο τασάκι να προσεύχεται για σένα
έδινα τόπο στην οργή
θάρρος στη λύπη.
Βρωμοχωριαταρέοι
επάνω στο κρεβάτι μου ανεβήκαν όλα.

Θέλω να κοιμηθώ
το βράδυ είναι δικαίωμα.
Θέλω να κοιμηθώ
δικαίωμά μου πια να με ποντάρω
στη ρώσικη ρουλέτα του ύπνου.

Παράτα με λοιπόν. Και πέθανε.
Αν θες. Ή μην πεθαίνεις. Ό,τι θες.
Μακροημερεύεις όπως όταν
έχουνε κουραστεί οι οικοδεσπότες
δεν προφταίνω·
πρέπει σιγά σιγά και να φροντίσω
τα του πένθους μου.

Αν το κατάλαβες:
θέλω να γίνεις μια πετρούλα
που την κλοτσάει κανείς στο δρόμο αφηρημένα
σαν να φταίει.


[Πιάνο βυθού, 1991]






ΜΕΛΙΣΣΑ


− Έστησα σκαλωσιά σκαλώθηκα στο δέρμα Του
απόθεσα το σώμα μου στο σώμα Του
τον μπόλιασα με της κερήθρας μου το οικόσημο
τώρα χάνοντας ύψος μες στη ζάλη μου
καταλαβαίνω τι κηφήνας ειν’ ο θάνατος
κι ο έρωτας πόσο λίγο
πόσο λίγο
τον λυγίζει.


[Ο θάνατος το στρώνει, 1986]





ΤΙ ΕΙΠΕ Η ΟΜΙΧΛΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΦΟΓΚ


− Aυτός ο Κύριος
βαθιά μέσα
σε μια πολυθρόνα
και μπροστά σε μια θάλασσα
χρόνια περίμενε
τα κύματα.
Για να γίνει ένα κύμα ο ίδιος
και μετά λίγο λίγο
η στεριά όλη
θάλασσα.

Κι όλο αργούσαν τα κύματα
δίσταζαν.
Κι όσο αργούσαν
τόσο εκείνος γερνούσε
πιο νέος
τόσο εκείνος θλιβόταν
που μίκραινε.

Κι όσο μίκραινε
τόσο εγώ από μακριά
πιο πολύ τον πονούσα
γιατί ήξερα
πως θα μείνει για πάντα στεριά
η στεριά
με τη θάλασσα πάντοτε
θάλασσα.

Έτσι τότε πλησίασα
και τον τύλιξα με άλλα μου σύννεφα
τον Φιλέα που δεν ήταν παρά

λίγη ομίχλη σε μια πολυθρόνα.


[Ο κύριος Φογκ, 1993]





ΣΩΜΑ ΜΙΣΟ

                           Être désespéré,
                    mais avec élégance


Βαδίσαμε στα τυφλά
ψαύοντας το κενό
γεμάτο
ανάμεσα στα ξόανα που ασκήτεψαν.

Φορέσαμε το φυλαχτό τους.

Μας χάρισαν
την κατάργηση της ηρεμίας
το μελτεμάκι του οιωνού
κι από την έλξη του απαλού
μια υποψία στο βάθος.

Και πού δεν ταξιδέψαμε ψαύοντας.
Από την Τροία στο Ιόνιο
από την Côte dAzur στην Αραπιά
από τη Βενετιά στη Βενετία
στ’ ανάκλιντρα της Ρώμης και στων Παρισίων
τα μαλακά τα υπόγεια
σαν δάχτυλα τυφλών
διακονιαραίοι.

Με ασήκωτους κοθόρνους
απαθώς κατάκοποι
τώρα καταλαβαίνουμε
τι μας εχώρισε από τα πουλιά
απ’ τον αέρα τι μας χώρισε

πόσο μας βάρυνε
ένα γραμμάριο φυλαχτό.


[Πεταμένα λεφτά, 2005]





ΕΝΑ ΚΕΡΙ


Αυτό το κερί που άναψα
περαστικός από τον οίκο Σου
δεν είναι η προσευχή μου
για να Σε φθάσει εκεί ψηλά
δεν είναι οι παρακλήσεις μου
ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα
που εναπέθεσα σε Σένα.
Η καθαρότητα της ύλης του
δε συμβολίζει το ακηλίδωτο
της πρόθεσής μου
κι η μαλακή του υφή
καθόλου δεν υπόσχεται
την εύπλαστη μεταστροφή μου
στη μετάνοια
όπως οι αλληγορίες εγγράματων πιστών Σου
ξέρουν να τυλίγουν.

Μπορεί να μοιάζει μ’ όλα τ’ άλλα
όμως αυτό
ανάφτηκε για να Σου πει
πως ευτυχώς
στέκομαι εδώ αβοήθητος
και πως ακόμα
όσο μπορώ
θα λάμπω.


[Ο άνθρωπος μόνος, 2009]





Πηγές:
- «Γιάννης Βαρβέρης - Ποιήματα, Τόμος Α΄ [1975-1996]», εκδ. Κέδρος. (Γ΄ έκδοση 2008).
- «Γιάννης Βαρβέρης, Ποιήματα, Τόμος Β΄ [2001-2013]», εκδ. Κέδρος, 2013.


Πηγή για την εικόνα, το αφιέρωμα στον Γιάννη Βαρβέρη στο ηλεκτρονικό περιοδικό Χάρτης:
https://www.hartismag.gr/hartis-12/afierwmata/giannhs-barberhs
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου