ΤΟΥΣ ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη
να τους βλέπουμε πού και πού
γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι
βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί − ξεχασμένοι έστω −
εκεί έρχεται το μαντάτο τους.
όχι γιατί πεθαίνουνε
από έμφραγμα ή από καρκίνο
αλλά γιατί φυτρώνουνε στα βλέφαρά τους
λουλούδια τρομερά.
πάνε μετά στον οφθαλμίατρο
ρωτάνε κηπουρούς βοτανολόγους
η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά
λόγια φοβισμένα κι αόριστα
οι περαστικοί κι οι γείτονες σταυροκοπιούνται.
αποτραβιούνται σπίτι τους
ακούγοντας δίσκους παλιούς
γράφοντας λίγο
όλο και πιο λίγο
πράγματα μέτρια.
Στο μεταξύ μες στην κλεισούρα
τα τρομερά λουλούδια αρχίζουν να ξεραίνονται
και να κρεμάνε
κι οι ποιητές δε βγαίνουν πια
μήτε για τα τσιγάρα τους στο διπλανό περίπτερο.
Μόνο σκεβρώνουνε κοντά στο τζάκι
ζητώντας την απόκριση από τη φωτιά
που πάντα ξεπετάει στο τέλος μια της σπίθα
κι αυτή γαντζώνεται
στα ξεραμένα φύλλα πρώτα
ύστερα στα ξερά κλαριά
σ’ όλο το σώμα
και τότε λάμπει το σπίτι
λάμπει ο τόπος
για μια μόνο στιγμή
ο άλλος ζει για τα καλά.
Όσο γερνάς
τόσο υψώνω τις κακίες σε ακακίες
κι η τρυφερότητά μου τεμπελόσκυλο που λιάζεται
κουνώντας την ουρά του.
στου γάμου σου τη μνήμη ναφθαλίνες·
δρέπω σκώρους.
Έπαιρνα τις ρυτίδες για χαμόγελα
άφηνα το τσιγάρο στο τασάκι να προσεύχεται για σένα
έδινα τόπο στην οργή
θάρρος στη λύπη.
Βρωμοχωριαταρέοι
επάνω στο κρεβάτι μου ανεβήκαν όλα.
το βράδυ είναι δικαίωμα.
Θέλω να κοιμηθώ
δικαίωμά μου πια να με ποντάρω
στη ρώσικη ρουλέτα του ύπνου.
Αν θες. Ή μην πεθαίνεις. Ό,τι θες.
Μακροημερεύεις όπως όταν
έχουνε κουραστεί οι οικοδεσπότες
δεν προφταίνω·
πρέπει σιγά σιγά και να φροντίσω
τα του πένθους μου.
θέλω να γίνεις μια πετρούλα
που την κλοτσάει κανείς στο δρόμο αφηρημένα
σαν να φταίει.
απόθεσα το σώμα μου στο σώμα Του
τον μπόλιασα με της κερήθρας μου το οικόσημο
τώρα χάνοντας ύψος μες στη ζάλη μου
καταλαβαίνω τι κηφήνας ειν’ ο θάνατος
κι ο έρωτας πόσο λίγο
πόσο λίγο
τον λυγίζει.
βαθιά μέσα
σε μια πολυθρόνα
και μπροστά σε μια θάλασσα
χρόνια περίμενε
τα κύματα.
Για να γίνει ένα κύμα ο ίδιος
και μετά λίγο λίγο
η στεριά όλη
θάλασσα.
δίσταζαν.
Κι όσο αργούσαν
τόσο εκείνος γερνούσε
πιο νέος
τόσο εκείνος θλιβόταν
που μίκραινε.
τόσο εγώ από μακριά
πιο πολύ τον πονούσα
γιατί ήξερα
πως θα μείνει για πάντα στεριά
η στεριά
με τη θάλασσα πάντοτε
θάλασσα.
και τον τύλιξα με άλλα μου σύννεφα
τον Φιλέα που δεν ήταν παρά
mais avec élégance
γεμάτο
ανάμεσα στα ξόανα που ασκήτεψαν.
την κατάργηση της ηρεμίας
το μελτεμάκι του οιωνού
κι από την έλξη του απαλού
μια υποψία στο βάθος.
Από την Τροία στο Ιόνιο
από την Côte d’Azur στην Αραπιά
στ’ ανάκλιντρα της Ρώμης και στων Παρισίων
τα μαλακά τα υπόγεια
σαν δάχτυλα τυφλών
διακονιαραίοι.
απαθώς κατάκοποι
τώρα καταλαβαίνουμε
τι μας εχώρισε από τα πουλιά
απ’ τον αέρα τι μας χώρισε
ένα γραμμάριο φυλαχτό.
περαστικός από τον οίκο Σου
δεν είναι η προσευχή μου
για να Σε φθάσει εκεί ψηλά
δεν είναι οι παρακλήσεις μου
ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα
που εναπέθεσα σε Σένα.
Η καθαρότητα της ύλης του
δε συμβολίζει το ακηλίδωτο
της πρόθεσής μου
κι η μαλακή του υφή
καθόλου δεν υπόσχεται
την εύπλαστη μεταστροφή μου
στη μετάνοια
όπως οι αλληγορίες εγγράματων πιστών Σου
ξέρουν να τυλίγουν.
όμως αυτό
ανάφτηκε για να Σου πει
πως ευτυχώς
στέκομαι εδώ αβοήθητος
και πως ακόμα
όσο μπορώ
θα λάμπω.
- «Γιάννης Βαρβέρης - Ποιήματα, Τόμος Α΄ [1975-1996]», εκδ. Κέδρος. (Γ΄ έκδοση 2008).
- «Γιάννης Βαρβέρης, Ποιήματα, Τόμος Β΄ [2001-2013]», εκδ. Κέδρος, 2013.
https://www.hartismag.gr/hartis-12/afierwmata/giannhs-barberhs
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου