Μαρμαρυγή της θάλασσας
Μαρμαρυγή της θάλασσας οι άκρες των χειλιών σου.
Καθυστερημένος άγιος το βλέμμα σου ακουμπούσε με την φτερούγα του την θάλασσα
κι αυτή τον απόδιωχνε να μπει στους ουρανούς.
Νύχτωνε. Mε κραυγή πουλιού η νύχτα
πλησίαζε τινάζοντας την άμμο από τα ρούχα του μοναχού και αυτή σκορπούσε
θραύσματα από φως, πιτσιλώντας και πλημμυρίζοντας με γαλαξίες την θάλασσα.
Στον πηλό έψαχνα να στερεώσω τα κομμάτια, κρυφά να
τα μεταφέρω στα απογεύματα του Γενάρη όπου το βλέμμα σου κατοικούσε σαν μνήμη
και δόνηση.
Το βλέμμα σου, κοσμική μητέρα και πατέρας στο
αποκορύφωμα του οργασμού τους να γονιμοποιούν την νύχτα σε φως μέσα στης
νοσταλγίας τις θαλασσινές σπηλιές και τα ζεστά λαγούμια του μυαλού. Σε
ξεχασμένες σελίδες ανθολογίου με κρινάκια ξερά και άνθη επίπεδα, γεννοβολώντας
μιαν άνοιξη.
Άνοιξη! Όπου ξεδίπλωνε τα φτερά του ο άγιος και
έδινε χρώμα, στα ξεραμένα από τον χειμώνα πέταλα, φτεροκοπώντας και σκάβοντας
βαθιά στις κόρες των ματιών σου, έναν κρατήρα που εκσφενδόνιζε νεφέλωμα θανάτου
από φως, από ασήμι και χρυσάφι.
Ήταν το ίδιο Νεφέλωμα που γευόμουν το πιτσίλισμα
των αστεριών στην άκρη των χειλιών σου που στην αρχή ήταν φως μα σιγά σιγά
έπαιρνε την γεύση της αρμύρας και τότε στην φωτεινή παλίρροια των ματιών σου
ξανασυναντούσα με κόπο, μάλλον αυτό που οι άνθρωποι αιώνες τώρα ονομάζουν
θάλασσα.
Σούλης Λιάκος
Στην εικόνα: "Ελούντα", έργο του Δημήτρη Κούκου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου