Υπέρ
των ανωνύμων δωρητών χαράς
Ένας
ένας έπεφταν σε σιωπή. Άλλος με παράπονο
κι άλλος με τραγούδι. Άλλος από πίκρα
κι από μνήμη κι άλλος από λόγο και αιτία.
Όλοι σε πατρίδα άδικη κι αδικημένη.
Βάθυνε η σιωπή, καθάρισαν και οι σκιές.
Όσοι φοβήθηκαν, άνοιξαν τη μια νύχτα
μετά την άλλη και σ’
όνειρο δεν βγήκαν. Όσοι έλυσαν το αίμα
τους, λύγισαν τα νερά και βρήκαν νησιά.
Τρυφερά που αγριέυουν τα μάτια όταν
συναντιούνται δακρυσμένα.
Λάθος
ορισμός
Δοκίμασε
να λύσει σταυρόλεξο στον ύπνο του. Σε
τρισδιάστατες λέξεις χώρεσε καταιγίδες
και ολόσωμα χάδια. Κάποτε μπλέχτηκε σ’
αινίγματα κι έγειρε κατάκοπος σε απορίες.
Όταν ξύπνησε, θυμήθηκε μόνο πως όλη
νύχτα πάλευε να περάσει στα όνειρά της.
Ουζερί
ο «Ο θάνατος»
Παρέδωσε
το πνεύμα του κι ύστερα πήγε στου Νώντα
να πιει τα τσίπουρά του. Πρώτη φορά είδε
ανοιχτό τον ουρανό. Έλαμπαν μέσα του
πρόσωπα και πράγματα, μνήμες κι αγάπες.
Χάρηκε τόσο πολύ, ανάμεσα σε σώματα
γυμνά, που ένιωσε άρχοντας της ομορφιάς.
Έτσι, έλεγε, θέλω να συναντήσω το χάρο.
Κι όλα άνθιζαν γύρω του και του μιλούσαν
και τον έκαναν δικό τους. Κι αυτός
αχόρταγος θαύμαζε χωρίς φόβο, χωρίς
πόνο. Με το πάθος μόνο της ζωής. Το
απομεσήμερο, ο Νώντας έκλεισε το ουζερί
του πικραμένος που δεν πέρασε πελάτης
όλη μέρα.
Τα
ποιήματα του Διονύση Καρατζά δημοσιεύτηκαν
στο περιοδικό Δίοδος 66100, Περίοδος
Α', Τεύχος 7, Νοέμβριος 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου