Ωδή
στο Μακρυγιάννη
Χαρά
σε κειον που πρωτοσήκωσε
Απ’ τις σκόνες σκεπασμένο, το δίστομο σπαθί του λόγου σου
στον ήλιο Μακρυγιάννη.
Κι’ απάνω και στις δυο πλευρές γραφή
Απ’ τη μια, τα λόγια αυτά Σου χαραγμένα, στρατηγέ μας :«Τη λευτεριά μας τούτη δεν την ήβραμε στο δρόμο,
και δε θα μπούμε εύκολα στου αυγού το τσόφλι,
γιατί δεν είμαστε κλωσόπουλα, σ’ αυτό να ξαναμπούμε πίσω,
μα γίναμε αετοί και τώρα πια στο τσόφλι δε χωρούμε».
Κι’ απ’ τη δεύτερη πλευρά, γραφή άλλη χαραγμένη :«Απάνω στην αλήθεια μου ακόμα και το θάνατο τον δέχομαι
τις τόσες φορές τον θάνατο εζύγωσα, αδερφοί μου και δε με πήρε,
που για τούτο το θάνατο καταφρονώ,
κι απάνω στην αλήθεια μου πεθαίνω».
Απ’ τις σκόνες σκεπασμένο, το δίστομο σπαθί του λόγου σου
στον ήλιο Μακρυγιάννη.
Κι’ απάνω και στις δυο πλευρές γραφή
Απ’ τη μια, τα λόγια αυτά Σου χαραγμένα, στρατηγέ μας :«Τη λευτεριά μας τούτη δεν την ήβραμε στο δρόμο,
και δε θα μπούμε εύκολα στου αυγού το τσόφλι,
γιατί δεν είμαστε κλωσόπουλα, σ’ αυτό να ξαναμπούμε πίσω,
μα γίναμε αετοί και τώρα πια στο τσόφλι δε χωρούμε».
Κι’ απ’ τη δεύτερη πλευρά, γραφή άλλη χαραγμένη :«Απάνω στην αλήθεια μου ακόμα και το θάνατο τον δέχομαι
τις τόσες φορές τον θάνατο εζύγωσα, αδερφοί μου και δε με πήρε,
που για τούτο το θάνατο καταφρονώ,
κι απάνω στην αλήθεια μου πεθαίνω».
Χαρά σε κειον που πρωτοσήκωσε απ’ το χώμα αυτήν τη σπάθα
και τέτοια διάβασε επάνω της βαγγέλια .
Πορτραίτο
του Μαβίλη
Να κατεβείς λαγκάδια, να περάσεις
Να κατεβείς λαγκάδια, να περάσεις
νερά
τρεχάμενα, πλατάνια, πεύκα, να ’ναι
χάρισμα
η ζωή απ’
αθάνατα στοιχεία·
με το χέρι κάθε καρπό να φτάσεις,
με το χέρι κάθε καρπό να φτάσεις,
κερασιές, μυγδαλιές, όσα περνάνε
σε
μια βουνίσια απάρθενη ησυχία,
κι
από ’να ξάγναντο
γλυκό ανηφόρι
της
θάλασσας να ιδείς την ευτυχία!...
Και
να ’σαι ’κειος
που τόσον έχει ζήσει
που
το μέλι το γεύεται απ’
το βάτο,
θύμο,
βάρσαμο, αφάνα, ως το μελίσσι...
Και, μες στο μεσημέρι το φλογάτο,
να
’σαι σαν ο ήλιος να
’χει πάει να δύσει
―να
’ν’
ο μισός στο πέλαγο από κάτω...
Τρεχαντήρα
Καταμεσής ανέμου η τρεχαντήρα,
με
τα πανιά της τόξα τεντωμένα,
του
δοιακιού τη στερνήν επήρε γύρα
στα
γαλανά βουνά τα γυμνωμένα...
Κι
ο αιθεροδρόμος βόγκος που επλημμύρα
στα
ξάρτια, στα πρυμνήσια, στην αντένα
― δελφίνια
παρατρέχανε ολοένα―
την
έκρουε μες στο κύμα, ολόρτη λύρα!
Δίκοπη
σπάθα, ξέσκιζε η καρίνα...
κι
ο αφρός στην πρύμνα, χώριος σε δυο κρίνα,
των
σταλιών ανατίναζε το σείστρο...
Σαν, μ’
ένα «λάσκα!» ― ο ήλιος μεσουράνει―
στων
Σαλώνων εμπήκε το λιμάνι
με
τον καταμεσήμερο μαΐστρο!
Περισσότερα ποιήματα του Άγγελου Σικελιανού στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/aggelos_sikelianos/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου