Η ιστορία ενός αλλόκοτου βασιλιά
στον Γιώργο Λιόλιο
Αυτός ο βασιλιάς ήταν αλλόκοτος πολύ. Σα
φάντασμα περιφερόταν ανάμεσα στο ποίμνιό του, διχάζοντας τις γνώμες, σκορπώντας
ερωτήματα για την ίδια του την ταυτότητα. Όταν διαδέχθηκε τον πατέρα του,
αμέσως οι αυλικοί τον κατηγόρησαν για δειλία, μοχθηρία, τεμπελιά. Όμως εκείνη
τη μάχη, αναίτια, που ξεσήκωσε το στρατό του κι επιτέθηκε σε γείτονα αλαζονικό
εχθρό –κανείς δεν λέει να την ξεχάσει, όταν ατρόμητος, πρώτος απ’ όλους,
βουτούσε στη θάλασσα με τα ξίφη και τα σπαθιά και βγήκε αλώβητος, νικητής,
λιοντάρι τρομερό.
Πέρασαν χρόνια κι άρχισαν να τον κατηγορούν για
αδιαφορία προς τα βάσανα του κόσμου, όμως ένα βράδυ βγήκε μυστικά στα καταγώγια
συνομιλώντας με ανυποψίαστους πολίτες, μεταμορφωμένος σε γέρο κουρελή,
σκύβοντας ευλαβικά στις δυστυχίες του κόσμου, κι ύστερα μεθοδικά –αρρώστιες,
ορφάνιες, παιδιά που πεινάνε, ηλικιωμένοι, φτωχοί που βογγάνε, σε όλους έστειλε
προσωπικό, έτρεξε, κόπιασε, γλύκανε το δάκρυ. Κι ύστερα πάλι, για καιρό, δεν
ακουγόταν.
Αχ! αυτός ο βασιλιάς, τι περίεργος που ήταν.
Αλλόκοτος… ιδιόρρυθμος. Οι περισσότεροι δυο εικόνες κουβαλούσαν στη μνήμη τους,
εκείνη με τη στέψη και μια που γύριζε νικητής από την περιβόητη μάχη. Το
πρόσωπό του μια μακρινή θολή ανάμνηση, ελάχιστη. Ο λαός δεν έλεγε κακίες
εναντίον του αλλά τα σχόλια, οι υποψίες, τα σενάρια πύκνωναν. Ο βασιλιάς μόνος,
γιατί τόσο μόνος, πότε θα δούμε γάμο στο στάδιο, πότε θα δούμε απογόνους, τι
είναι αυτός ο βασιλιάς, ούτε μια φορά με γυναίκα δίπλα του. Κι όμως, κι εδώ, ο
βασιλιάς βρήκε τον τρόπο να μπερδέψει τον κόσμο, να τον αιφνιδιάσει.
Ένα τυχαίο γεγονός, ένας πατέρας ωρυόταν στο
παλάτι, ζητώντας δικαίωση, η κόρη του είχε κοιμηθεί μ’ έναν άγνωστο ντυμένο στο
μετάξι που την παραπλάνησε, τη μάγεψε, τη γέμισε με αισθήσεις σπάνιες, από
λουλούδια της ανατολής και φρούτα των τροπικών δασών. Η κόρη του ερωτεύτηκε τον
άγνωστο, τον ήθελε, κι ο βασιλιάς το δήλωσε δημόσια πως ναι, ήταν λάθος του
μεγάλο, για ανταμοιβή στην κόρη θα της έδινε δουλειά στα άδυτα του παλατιού.
Πάλι χρόνια σιωπής, ενοχλητικής, μ’ ένα φάντασμα
να πλανάται αινιγματικό στους δρόμους των πόλεων, στις καρδιές των ανθρώπων,
στη χλαλοή της φύσης.
Κι ήρθαν μέρες που ο βασιλιάς εμφανιζόταν πλέον
σπάνια, ακόμα και μέσα στο ίδιο του το παλάτι. Κι ήρθε ένα πρωινό που συνέβη
κάτι ασήμαντο, κι όμως αυτό το ασήμαντο, κανείς από το παλάτι δεν το διέδωσε
προς τον έξω κόσμο, ένα άτυπο μυστικό. Εμφανίστηκε βιαστικά ο βασιλιάς στην
έπαυλη, καλώντας όλο το προσωπικό κι έδινε οδηγίες στον καθένα, ζητώντας
σχολαστική κι ευλαβική τήρηση όλων των εντολών. Ο βασιλιάς έμοιαζε με
σκηνοθέτη. Οι οδηγίες ήταν τόσο αναλυτικές, που άγγιζαν τα όρια της τρέλας:
«Εσύ θα φοράς υπηρέτη πράσινο παντελόνι, στο πρωινό θα βάλεις χυμό από
βατόμουρο στο λευκό ποτήρι, όχι σ’ εκείνο αλλά σ’ εκείνο το λευκό ποτήρι με τις
ραβδώσεις, ως εκείνο το σημείο ο χυμός, κι όταν τον βάλεις στο τραπέζι, μια
σταγόνα, δήθεν άθελά σου, θα λερώσει το λευκό σου πουκάμισο… Εσύ καθαρίστρια
των δωματίων του πρώτου ορόφου, θα τινάξεις τα σεντόνια μόνο τρεις φορές, όχι
παραπάνω, και το μαξιλάρι θα το ξεχνάς στραβό, λίγο διαγώνια –όχι πολύ, λίγο–
προς το στρώμα, κι έπειτα, βγαίνοντας στο μπαλκόνι του τελευταίου δωματίου, θα
πάρεις μια βαθιά αναπνοή και θα πεις το στίχο: Μια βρύση μυστική στο στέμμα του χωριού, μια νύφη τρυφερή στα νούφαρα
του νερού». Κι ο βασιλιάς έλεγε, έλεγε, πάνω από εκατό άτομα πήραν εντολές,
κινήσεις πάνω στις κινήσεις, μια χορογραφία κινήσεων, μια συρραφή απρόοπτων
δήθεν ατυχημάτων, μια πιρουέτα λέξεων από διαφορετικά στόματα, λέξεις που σε
οδηγούσαν σε διάφορες κατευθύνσεις κι όχι σε ένα συγκεκριμένο νόημα.
«Εσύ θα καθαρίσεις το τζάμι την τάδε ώρα, εσύ θα
ποτίσεις τον κήπο κι ακριβώς εκείνο το λεπτό το τάδε λουλούδι, εσύ…, κι εσύ…».
Όμως, όλοι, γύρω στις τέσσερις το μεσημέρι, θα συγχρονίζονταν κάνοντας μια
κίνηση διαφορετική, ένα ρεσιτάλ ετερόκλητων στοιχείων με διαφορετικό στόχο, κι
ίσως απ’ όλο το συρφετό αυτών των κινήσεων, ξεχώριζε στο τελευταίο λεπτό της
κορύφωσης η κίνηση ενός στρατιώτη που με το ξίφος αποκεφάλιζε ένα κριάρι, το
θεαματικό σπάσιμο μιας τζαμαρίας από μια υπηρέτρια, ένα μεγάλο καλάθι ρούχα που
έπρεπε ν’ απλωθούν κάτω από τη βρύση από την κόρη μιας επιστάτριας, ένα πουλί
που αφηνόταν στον ουρανό από τον τελάλη του παλατιού, ένα βιολί που ακουγόταν
χαρμόσυνο από το τεράστιο μπαλκόνι του τρίτου ορόφου, μια άμαξα φορτωμένη
λουλούδια που λαμπάδιαζε από δύο στρατιώτες, μια κοπέλα που έβγαζε το φόρεμά
της και με τα γλυκά της εσώρουχα έμπαινε αργά στο νερό της λίμνης. Ένας
συγχρονισμός εκρηκτικός σε μια συγκεκριμένη στιγμή κι έπειτα παύση
ολοκληρωτική.
Στο παλάτι, μετά εκείνο το περίεργο επεισόδιο,
για ένα διάστημα είχε απλωθεί μια σιωπή ανησυχητική, ο φόβος μήπως ο βασιλιάς
τρελάθηκε. Όμως όχι, όλα επανήλθαν γνώριμα, όπως ήταν. Μερικοί υποψιασμένοι
μελετούσαν τα φορέματα εκείνης της κοπέλας που της έλαχε να κάνει την τελευταία
κίνηση στο εξωφρενικό σενάριο κινήσεων που εμπνεύστηκε ο βασιλιάς, που είχε
αναγκαστεί να βγάλει το φόρεμά της και σχεδόν γυμνή να κολυμπήσει στη λίμνη.
Έψαχναν κατά καιρούς τις διαστάσεις στα φορέματα που τύλιγαν την ομορφιά της,
μήπως ξαφνικά προέκυπτε κάποιο φούσκωμα στην κοιλιά. Η υποψία τους δεν ήταν
λάθος, όμως το φούσκωμα προέκυψε από μια άλλη κοπέλα, εκείνη που είχε διοριστεί
να πλύνει ένα καλάθι ρούχα στην κεφαλόβρυση του παλατιού. Πάλι τους μπέρδεψε ο
βασιλιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου