ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΜΙΚΡΑΣ
Ομίχλη
κατεβαίνει με τ’ απόγευμα κι ο δρόμος
χαρακώνει
το φως κομματιαστά γυρνώντας
μέσα
στο άλλο φέγγος, σαν ξεγύμνωμα
σ’
έναν απαίσιο αδυσώπητο βιασμό
Τότε
λάμπουν για μας οι προβολείς, λάμπουν για σένα
ανάβουνε
οι δυνατοί φακοί κι όλα φωτίζουν
το
στόμα, τα μαλλιά, το νυχτωμένο σώμα·
έτσι
φέγγει βαθιά στον ουρανό η αγάπη μας
θρυμματισμένη
μουσική στον αερολιμένα, φέγγει
για
τη στιγμή που η φλόγα θα εγγίσει
γλείφοντας
το δοσμένο χέρι, κι όμως τρέμει
σαν
ανοιχτή πληγή στη μουσκεμένη ώρα
Ομίχλη
κατεβαίνει με τ’ απόγευμα
μες
στο μισόφωτο αλλάζουν όλα όψη, εξωραΐζονται
και
ντύνονται το άλλο φως, το πιο δικό μας
Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ
Καμιά
φορά μες στην προχωρημένη νύχτα, έβλεπα
δρόμο
μοναχικό, αδιέξοδο, να συντροφεύει σπίτια
να
χάνεται αθόρυβα μέσα σ’ αυλές. Και ήμουν
σαν
αφημένος σε δικιά μου μουσική, ζώντας αδιάκοπα
με
παραισθήσεις κι αυταπάτες
Μα
τώρα που επιστρέφει το βαθύ σούρουπο, ακούω
σα
λιτανεία να ’ρχονται μέσα στο βυσσινί σύννεφο, πλήθος
θόρυβοι
μακρινοί, στρατιώτες μάχιμοι, ανεύθυνα παιδιά
άντρες
της ακτοφυλακής και γυρολόγοι
έρχονται
αθόρυβα, συρτά, νόμιμα για να πάρουν
ό,
τι περίσωσα, κειμήλια κι αναμνηστικά, μα περισσότερο
θέλουν
τον Μύρωνα που σκότωσαν αυτοί και τώρα
ζητούν
ευθύνες και φωνάζουν και ξεσκίζουνε
τα
ρούχα τους
Κι
έτσι τώρα πια βλέπω
δρόμο
μοναχικό, αδιέξοδο, να πνίγεται
καθώς
η νύχτα προχωρεί μες στην επίγνωση
μιας
ξοδεμένης απερίσκεπτα θυσίας
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ
Νύχτωνε
στην Ελ Μίνα και πυκνή
σιωπή
ανέβαινε απ’ τη μεριά της θάλασσας
κι
αντάμωνε το κάστρο· ολημερίς
ξαπλώνονταν
αμίλητο και σκυθρωπό
σα
μουδιασμένο ζώο
Τότε
ξεχώρισα ήχο πνιχτό καθώς το φύλλο
που
τσαλακώνεται μέσα σε χέρια ανάρμοστα
γρατσούνισμα
σε σώμα ακάθαρτο, αρρωστημένο
Κι
είδα έναν Άραβα μικρό, σημαδεμένο
έφεγγαν
χέρια, πρόσωπο, μάτια και ήταν όλος
χιλιάδες
που άφηναν τη γη τους κι επιστρέφανε
μέσα
στην άμμο, σε σκηνές, στο άσπρο φως.
Κι
όταν μιλούσε δάκρυζε η φωνή του και όλο ικέτευε
για
κάποια θέση στη ζωή ή έστω αντίσταση
στο
θάνατο που ερχότανε αργά και τον ρουφούσε
Μα
εγώ έπλενα τα χέρια μου. Άγρια μοναξιά
τα
χρόνια που έφευγαν με είχανε ποτίσει.
ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΜΥΡΑΣ
Όσο
περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα
βαθύτερο
μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω
γιατί
βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία
που
δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα
σκουπίζονται,
τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία
μένεις
εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή για να θυμίζεις
το
πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη
εκείνου
που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου
σφαδάζοντας
στην ίδια του κατάρρευση κι ακόμα
τους
άλλους που ανύποπτοι μες σε βαθύν ύπνο διαρρέουν
Όσο
περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα
στο
ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με
φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω
στη
χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
για
όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα
μου
ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα
μοιράστηκα
απερίσκεπτα και μένω
ξένος
και κουρελιάρης τώρα
Μα όταν
μες
στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω
ερείπια,
βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα
κι
οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
το
πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά − απόκριση
για
όσα περιμένω και δεν πήρα
ARS POETICA
Το
ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε
ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου
η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι
αγώνας,
όχι μια μουσική που λύνεται
μα
πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας
αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν
δεν τα παίξουμε όλα για όλα
Όταν
οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά
ξοδεύονται
άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
να
πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
αδιάφθορες
μες στον μονόλογο τον καθημερινό
κι
ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν
μες
στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια
τυχαίες,
σκοτωμένες απ’ το νόημα
με
αίσθημα ποτισμένες
Από
τη συλλογή «Ο θάνατος του Μύρωνα» (1954 - 1959), που περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική
έκδοση «Ο δύσκολος θάνατος», εκδ. Νεφέλη 2007.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου