Τρίτη 22 Απριλίου 2025

Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, "Εν Πάτμω"




Εν Πάτμω


IV


Κι απ’ των κρανίων τα ηχεία
Της κτίσης οι ανεπαίσθητοι
Χτύποι γιγάντιοι φεύγαν
Μα ευθύς τους ήπιε η αχόρταγη
Ματαιότης

Τι κι αν το πρώιμο άνθος
Της πασχαλιάς ευώδιαζε
Κι άφριζαν ιριδένιες
Οι οράσεις; έπεφτε ο ίσκιος
Στα βαθιά σωθικά





VII


Καθώς τα χρόνια επέστρεφαν
Στα λιβάδια της ρέμβης
Φως απ’ το χόρτο ανέβαινε
Κι από τα βήματα
Φθόγγοι γλυκείς εγέμιζαν τον αέρα
Ω η σαγήνη τους

Καθαρό κι άσπρο ανάλαφρο
Πουλί από φως ανέβηκες
Με μιας το τραγούδι σου
Το τίναγμά σου χτύπησε
Του στήθους το σήμαντρο
Κι αντήχησε ο χρησμός
Των θρήνων

Κι όταν το χέρι άπληστο
Κλείδωνε με τη σήψη του
Το φλύαρο στόμα
Στο ξαφνιασμένο απόβροχο
Ουράνιο τόξο φάνηκες
Της ερημιάς, να ενώσεις
Την Πάτμο με το άφωνο





VIIΙ


Μάζευε από το έρεβος
Ο νους χόρτα μα ευθύς
Πέλματα αθώα περπάτησαν
Κι ανέβαζαν το ρίγος
Στα χείλη κι απ’ τα χείλη
Στην οικουμένη

Κι όταν οι αστραπές
Φύτευαν δάση στων ματιών
Τα στιγμιαία χαντάκια,
Θαύμα τα ευώδη χώματα
Κι ο ήχος ο μονάκριβος
Του «δόξα σοι τω δείξαντι
Το φως»





Χ


Ήταν η οργή που κραύγαζε
Κι ανέβαινε η πραότης
Απέραντη απ το στήθος

Μέσα της ο μεγάλος
Μίσχος μονήρης έτρεμε
Κι ανύπαρχτος ευώδιαζε
Τα ουράνια

Τ’ ανύπαρχτα, που θεία
Και βροντερά σκοτείνιαζαν
Χρώματα αιθρίας

Ποιος ανακράζει μόνος
Χωρίς ο ουρανός
Να περάσει το σώμα του
Άγνωστος

Και ποιος δεν έγινε άνεμος
Στον άνεμο, ποιο δέντρο
Στο δάσος; ως δι’ εσόπτρου
Βλέπουμε να διαβαίνει
Ο τρέμων μίσχος





ΧΙ


Α, πόσα έγκατα διάβασε
Ο επίορκος νους κι ο ίσκιος
Στα ιώδη βραδιάσματα
Άγνωστος πάνω σε άγνωστες
Πέτρες καθόνταν

Κι άνοιγε τα κρησφύγετα
Της ησυχίας, μα ο κίνδυνος
Του θείου σεισμού ενεδρεύει:
Της ησυχίας τα ορύγματα
Είναι κεραύνια

Μα ο κίνδυνος ο άλλος
Να ’ναι από μέσα ο άνθρωπος
Δέντρο, δε λιγοστεύει
Όταν της τρυφερής
Ανοίξεως οι κερήθρες
Τον ανυψώνουν

Στ’ ανήσυχα περάσματα
Της σκόνης που ανεβαίνει
Από τα κοιμητήρια
Στην καταιγίδα.








Μέσα σ’ ένα όνειρο μπόρεσα κι έγινα γίγαντας μιας ενάρετης θέας
Το χέρι μου έμαθε τη σαγήνη του βάρους και το ξάγναντο της ελαφράδας
Ήρθαν μυστικά όλων των χρωμάτων κι όλων των φωνών που μετά βίας τα συγκράτησα
Διότι γύρευαν να με θανατώσουν σε στάση παρηγορίας
Και διότι ακόμη τα δοξαστικά τους αρώματα με ήθελαν γύρη τους κι εγώ δεν ξέρω πότε κι από ποιον άνεμο σκορπισμένη πάνω στις άλλες γύρινες προετοιμασίες

Ήμουν συντετριμμένος και σκουλήκι μπρος στην αγάπη,που σε στιγμές ηρεμίας προφήτευε βίους ενάρετους και νύχτες έναστρες εντός μου να με απολυτρώνουν από το βάρος της ταπεινής πράξης που σφραγίζει το στόμα κάθε μεγαλείου

Πολλές φορές χωρίς να το περιμένω η ματιά του Ιωάννη σαν αξίνα μ’ έσκαβε κι ύστερα το αδύνατο χέρι του πουθέριζε αστραπές
Μου ’ριχνε μερικούς ταπεινούς σπόρους
Έτσι από μέσα μου ξεπετάχτηκαν τόσα δάση και τόσα θηρία που ταιριάζουν στα δάση
Κι όλα τα μυστικά του θεού που τα γέννησαν δάση

Τώρα μπορώ να σας ρίξω μια ματιά σαν κεραυνός που καίει ένα βοσκό
Και να δείτε μια στιγμή την όψη μου
Να με δείτε στον ύπνο σας εαυτό σας γεμάτο συντριβή για το κακό που έκαμε στον πλησίον και σήμερα απελπιστικά μετανιώνει

Τώρα μπορώ να σας προσκαλέσω γιατί κι εγώ όσο ήμουν τιποτένιος έκρυβα το πρόσωπο μου





Από τη συλλογή «Εν Πάτμω» (1964).
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα, Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.

Στην εικόνα: Cosimo Tura, «Saint John the Evangelist in Patmos» (1470).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου