δεν κλαίω πια
κάθε βράδυ πριν πέσω της γράφω γράμματα για μας εδώ
φιλενάδα τής γράφω μας ξέχασες
δεν τα στέλνω
η φιλενάδα μου δεν ξέρει τίποτα για μας εδώ
θα σ’ τα διαβάσω μαζεμένα ένα βράδυ
ή ένα απόγευμα νωρίς και μάλλον θα ψιλοβρέχει
υστέρα θα φύγει πάλι ώς το τέλος
σήμερα είδα το Θάνο με την κόρη του στο πάρκο
ίδιος μου ’λεγε είναι
άρχισα να τρέχω για να τον προλάβω
κι όταν έφτασα τίποτα δε μου ’ρχότανε να πω
γύρισα σαν χαζή κι έκατσα σ’ ένα παγκάκι άναψα και τσιγάρο
ύστερα ήρθε κι έκατσε κοντά ένας φαντάρος
έλυσε τα κορδόνια απ’ τις αρβύλες του
ξεκούμπωσε λίγο το μπουφάν του
κι εγώ φοβήθηκα μην τόνε δει κανένας και τον γράψει και του το ’πα
χάρηκε που του μίλησα κι αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε για το στρατό
και τέτοια
και τόνε κοίταζα
μη σου περάσει τίποτα απ’ το νου
όμως εγώ θυμόμουνα τον αδερφό μου το μεγάλο
όταν επήγα να τόνε δω πρώτη φορά στην Κόρινθο
με κείνα τα ψηλά τακούνια
κι έβρεχε και βουλιάζανε στη λάσπη
κι όταν τον είδα να ’ρχεται από μακριά
έκλαιγα και γελούσα
κι ύστερα στην πρώτη του άδεια
γονατιστό να κλαίει στα γόνατα της μάνας μου
και τόνε κοίταζα κι όλο θυμόμουνα
και κείνος το πήρε αλλιώτικα θαρρώ και σηκώθηκα να φύγω
και ήρθε από πίσω μου κουτσαίνοντας απ’ τις αρβύλες
και άνοιξα το βήμα μου
κι ύστερα πάλι τον λυπήθηκα που θα πονούσε
και στάθηκα για να του εξηγήσω και δεν εκαταλάβαινε
και άπλωσε με δύναμη τα χέρια και μ’ αγκάλιασε
άρχισε να με φιλάει και να με σφίγγει
και πάλευα εγώ δεν ήθελα και να φωνάξω
και μ’ έσφιγγε μ’ έσφιγγε
κι εγώ πια τίποτα δεν έκανα
κι ύστερα ησύχασε κι έριξε το κεφάλι του στον ώμο μου
κι άρχισα να κλαίω και να του χαϊδεύω το κουρεμένο του κεφάλι
και θυμήθηκα που μια φορά είπα στον άντρα μου
ήθελα ν’ αγαπιόμαστε όταν ήσουνα φαντάρος
κι έκλαιγα ακόμα κι εκείνος ζήταγε συγνώμη
γύρισε λίγο έφτιαχνε τη ζώνη του θαρρώ
ήτανε ιδρωμένος σαν να ’χε βάλει το κεφάλι του κάτω από βρύση
κι ήταν ωραίος έτσι
και τόνε κοίταζα
και πια τίποτα και κανένα δε θυμόμουνα
κλαίω σαν να ’χασα κάτι πολύ ακριβό
* * *
δε βρήκε παρά ένα βαζάκι με ζαχαρωμένο σταφύλι
από το περασμένο καλοκαίρι
της το ’χε φέρει η μάνα της και δεν ξέρει πώς
αλλά της ήρθε να πει
το ’πε κιόλας «Θεός σχωρέσ’ την»
στάθηκε μια στιγμή άφησε το κουταλάκι στο γλυκό μπήκε στο δωμάτιο
και πια ήξερε
μέρες τώρα την τριγύριζε
πως η αγωνία ξανάρθε
δεν ήθελε
ο καιρός ήταν ωραίος άνοιξη
είχε κατέβει και στα μαγαζιά
αγόρασε υφάσματα χρωματιστά
άκουσε κάτι γυναίκες στο τρόλεϋ που μιλούσαν για χρώματα
φορέματα και τέτοια της άρεσε
σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στη μάνα της
όχι τώρα αργότερα είπε
μπορεί να καταλάβει τώρα
τι να καταλάβει είπε και τ’ άφησε
μπήκε στο δωμάτιο άναψε τσιγάρο
το σπίτι βρώμισε σκέφτηκε κι ανασκουμπώθηκε
και θυμήθηκε που όταν ήτανε μικρή και μαλώνανε οι γονείς της
όλο δουλειές έκανε κι έτρωγε και ξύλο κι όλο μαλώναν κι όλο
το ίδιο κι όταν ο άντρας της γύριζε με νεύρα
όλο έκανε για να περάσει η μπόρα όπως λέγανε και δεν επέρναγε
κι άρχισε να σπάει και να πετάει να ξεκαθαρίζει τα παλιά
έβαλε και μουσική που της άρεσε
κι άρχισε να χορεύει γύρω απ’ τα σκουπίδια
κουράστηκε και σταμάτησε
από τα πόδια και τα χέρια της έτρεχε αίμα
σκοτωμένο το ’πε
πλύθηκε κι άλλαξε
το τηλέφωνο χτύπησε ήταν η μάνα της
το ακουστικό το κρατούσε λίγο μακριά
* * *
και το κρεβάτι θα ’ναι άστρωτο
η φούστα μου και τα μαλλιά μου
θα ’ναι βρεμένα απ’ τα νερά το καλοκαίρι
αν πάλι είναι χειμώνας θα ’χω ριγμένο απάνω μου
το μαύρο σάλι της γιαγιάς μου
ακούω μια πόρτα
δεν ξέρω αν κλείνει ή αν ανοίγει
στο σάλι μπορεί να ’χουνε μπλεχτεί και λίγες άσπρες τρίχες
εχτός και καμιά μέρα
χωρίς καθόλου ήλιο κάτσω και τα βάψω
δε θέλω αλλά μπορεί
μια άλλη τέτοια μέρα σου λέω παρά λίγο
ύστερα έκλαψα κάμποσο άργησα κι από τη δουλειά
τη μέρα εκείνη καθάρισα την τσάντα μου
από παλιά χαρτιά κι ονόματα
λούστηκα και πήγα μόνη στο σινεμά
ήτανε πρώτη φορά και το σημείωσα
θα ’ρθεις το ξέρω μόλις βγεις
ένα πρωί
και θα ’ναι μάλλον Κυριακή δέκα περίπου η ώρα
θα πιούμε ήσυχα καφέ δίχως πολύ να συζητάμε
ύστερα θα πας να φας στη μητέρα σου
μια άλλη μέρα
ήσυχα πάλι
θα μου μαθαίνεις των δαχτύλων τη σιγουριά
και μην ξεχνάς το στόχο θα μου λες
κάτσε ας είναι οι πόρτες ανοιχτές
όταν θα ’ρθεις
* * *
είχε σβηστό το φως κι είχε ξαπλώσει
διάβασε την εφημερίδα και κάνα δυο παλιές
για να μην πει κι απόψε άλλη φορά
και καμιά μέρα τις πετάξει όλες μαζί
όπως συχνά γινότανε
και ξάπλωσε
όταν δεν είχε ύπνο έκανε διάφορες ψιλοδουλειές ίσαμε να ’ρθει η ώρα
όμως απόψε οι γάτες νιαουρίζουνε στη διπλανή ταράτσα
κι ό,τι που έλεγε πως τίποτα δεν την πειράζει πια
σηκώθηκε και τριγυρνούσε στο δωμάτιο
βγήκε μετά ξυπόλυτη όπως ήτανε στην τζαμαρία
άναψε και τσιγάρο
περίμενε σωπάσανε για λίγο
κρύωνε και μπήκε μέσα δεν άναψε το φως
σε λίγο ξαναρχίσανε
τίποτα έτσι το ’πε
τουλάχιστο να κουβέντιαζε με κάνα φίλο
είναι αργά τώρα είπε και πάλι το σκέφτηκε
το ’χε σκεφτεί κι άλλες φορές
ποιον θα μπορούσε να ’παιρνε
ποια πόρτα να χτυπούσε τέτοιες ώρες
ή άλλες πιο
χωρίς να ενοχλήσει
να γίνει αιτία να
έτσι να μέρωνε λιγάκι
αλήθεια ποιον
έλεγε και κουκουλώθηκε απ’ το κεφάλι
* * *
και της τρυπούσαν το μυαλό
όπως η τηλεόραση της διπλανής με τις διαφημίσεις στη διαπασών
τότε που ήθελε να φωνάξει βοήθεια ή ησυχία
και που βαστούσε το κεφάλι της στα χέρια της
μέσα στα χέρια το κεφάλι της
θρυμματισμένο
και τα μάτια χυμένα
εικόνα του Χριστού χρωματιστή
σε έργα φτηνά που της αρέσανε
κι έτσι για να μη σκέφτεται άρχισε πάλι να ψάχνει
τη μαύρη της ποδιά με τ’ άσπρο κεντημένο σήμα
και το πηλήκιο του αδερφού της με την κουκουβάγια
μες στο βομβαρδισμένο Θέατρο της Σύρας
στο θεωρείο Τρία με τα καμένα βυσσινιά βελούδα και με τις αράχνες
μαζί με το Μαράκι
εκειδά μπροστά στην είσοδο
στους δυο ανθρώπους με τα μαύρα
έβγαλε την ποδιά της και μπήκε
λίγο πριν σκοτωθούν οι αδερφές Αρμάου από την Τήνο
οι Θεατρίνες
και την παράλλη η ταξιθέτρια μαζί με το Γυμνασιάρχη
τήνε γυρίζανε μέσ’ από τάξη σε τάξη
ρούχο κακοφορμισμένο για μπουρλότο
δε σήκωσε το χέρι
χρόνια μετά τριγύριζε μες στο βομβαρδισμένο Θέατρο της Σύρας
και παρακάλαγε την ταξιθέτρια που ήτανε και κλωστηρού
Ανεζούλα τήνε λέγανε
για να της τήνε δώσει
και κείνη δεν την έδινε τη μαύρη της ποδιά
και το πηλήκιο του αδερφού της
κι ύστερα ήρθανε δω
κι εκεί δεν ξαναπάτησε
κι έμαθε εδώ ένα τραγούδι και τραγούδαγε
για μία νυχτερίδα
που τήνε σκότωσε το φως
όπως επήγαινε να βγει
απ’ το υπόγειο μες στην οδό Σταδίου
με τα λιωμένα φτερά του Ίκαρου να πέφτει να πέφτει
* * *
τα χέρια της τρέμανε
άκρια άκρια στα δάχτυλα
ήθελε να κάτσει και να τους γράψει
γιατί δεν μπόρεσε να τους μιλήσει πάλι γιατί
να ’παιζα πιάνο σκέφτηκε
αυτό το τρεμούλιασμα στις άκριες
γιατί ποτέ δεν έτυχε να δει κανένα
μες στο δρόμο
στις αυλές
μες στα καρνάγια που μεγάλωσε όχι ποτέ
μονάχα οβίδες νάρκες και γυαλάκια
ωστόσο έτρεμε εκεί στις άκριες στα δάχτυλα
γιατί δε μίλησε την ώρα εκείνη
είπε δηλαδή κάτι
ήτανε όμως για να δικαιολογηθεί
κι έπρεπε να βρίσει να φωνάξει
να φτύσει και να ξαναφτύσει
να ξεκολλήσει από πάνω της
τα χέρια τους και τα χαμόγελά τους τα πονετικά
τα μάτια τους
γιατί αυτή απόφευγε να τους κοιτάξει.
γιατί τα μάτια αυτηνής
είχανε μέσα τους το φόνο
και είχε δίκιο
το ’ξερε πως είχε δίκιο
να κάτσει τώρα ήσυχα να γράψει
να γράψει και να τους τα πει
τώρα
πεινούσε όμως πολύ
και το δωμάτιο ήτανε κρύο
τα δάχτυλα στις άκριες κρεμάσαν σταλαχτίτες
έμεινε εκεί σαν σπηλιά
Πηγή: «Αγγελική Ελευθερίου, Τα ποιήματα [1978-2011]», εκδ. Γαβριηλίδης, 2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου