Το Μάτι
Μα εσύ δεν τ’ ακούς.
Πίσω από το πεύκο πορτοκαλιές, δαφνόδεντρα και σπουργίτια που πηγαινοέρχονται αδιάκοπα φωνάζοντας ατέλειωτες ιστορίες του κόσμου και λίγο πιο πέρα η θάλασσα· ρωγμή ανάμεσα στ’ ακίνητα σώματα των σπιτιών τα κύματα που ταξιδεύουν βουίζοντας σ’ άλλες στεριές.
Αλλά εσύ δεν τ΄ ακούς.
Και δεν μπορείς να συγκεντρωθείς στο βιβλίο τ’ ανοιγμένο μπροστά σου. Διπλή σελίδα, προθέσεις και σύνδεσμοι, για αύριο. Η Κύριος καραδοκεί. Να τους ξέρεις απέξω σαν νερό που φεύγει από το στόμα σου και κυλάει ανάμεσα απ’ τα πόδια, τα θρανία, τις τσάντες στο μωσαϊκό κι ανεβαίνει στην έδρα του, στον ξύλινο χάρακα που πέφτει από καιρό σε καιρό στις παλάμες των άτακτων και των λιγότερο διαβασμένων, στα σφιχτοπλεγμένα του χέρια, στα χοντρά χείλη του. Στις άκρες τους μαζεύεται ένα άσπρο κολλώδες υγρό, που καθώς μιλάει γίνεται σιχαμένες κλωστές που ανεβοκατεβαίνουν. Τις παρακολουθείς.
Μα δεν τον ακούς.
Τρεις πόρτες, ξύλο και τζάμι, κλειστές στο ενδιάμεσο. Τραπεζαρία, κουζίνα και χωλ. Καρέκλες, καναπές και ντουλάπια. Οικιακές συσκευές για μαγείρεμα και καθάρισμα, χαλιά, κουρτίνες και η ξυλόσομπα όπου ολοένα μετακινούνται τα ξύλα πυρίκαυστα, αχολογώντας.
Αλλά εσύ ακούς.
Τους ακούς στο σαλόνι. Κρώζουν κακόηχα. Φωνάζουν τη γνωστή ιστορία. Βουητό και αχός. Κολλώδεις κλωστές που λίγο λίγο απλώνονται γύρω της, ιστός αράχνης. Κελί να την κλείσουν, υπόλογη κι ένοχη.
Τη μάνα σου.
Τους βλέπεις απάνω στο τζάμι του παράθυρου. Όρθιους εκείνους κι αυτήν καθιστή στο εδώλιο του σαλονιού, στο οικιακό δικαστήριο, χωρίς δικηγόρους δεινής υπεράσπισης, μόνο ο εισαγγελέας της έδρας και οι λοιποί συγγενείς, ένορκοι μιλημένοι, σύμφωνοι με την τελική ετυμηγορία.
Για τη μάνα σου.
Από το τζάμι φαίνονται όλα. Μικρή και ανήμπορη, παρείσακτη μέσα στην οικογένεια του άλλου, να ενοχλούν τα πάντα της· το φουστάνι, τα χαμόγελα, οι ερωτήσεις, οι απαντήσεις, η σιωπή της, προπάντων ο τρόπος που κοιτάζει, που δεν κοιτάζει, που καθαρίζει, που δεν καθαρίζει, που μαγειρεύει, που δε μαγειρεύει, που τον περιμένει· προπάντων ο τρόπος που βογκάει τα βράδια με την παλάμη στο στόμα της.
Η μάνα σου.
Τη βλέπεις να κοιτάει. Πότε τα μάτια, πότε τα στόματα, πότε τις λέξεις τους, κλεφτά την μπαλαρίνα με το σώμα της υποταγής στο καδράκι πίσω από την ανθοστήλη.
Κοιτάει το χέρι που σηκώνεται. Του πεθερού της. Τρέχει να του ξεφύγει. Γύρω από το τραπέζι, καταδικασμένος αγώνας ταχύτητας σε δρόμο μπλοκαρισμένο. Φωνάζει. Η πεθερά τής πιάνει τα χέρια. Φωνάζει. Στο κλουβί, σαν το πουλί που χτυπιέται στα κάγκελα. Ο άλλος, βουβός, παρακολουθεί.
Εξακολουθείς να τη βλέπεις, χρόνια μετά, πάντα στο τζάμι του παράθυρου. Το μαυρισμένο μάτι της ντροπής, το βλέμμα που δε στέκεται πάνω σου αλλά δραπετεύει στο πεύκο, στους γρόμπους του κορμού του που στάζουν υγρό, ακόμα, το τραύμα που δεν επουλώνεται, στο κέντημά της, όπως κάθεται δίπλα σου υπομονετικά, να μάθεις τις προθέσεις και τους συνδέσμους, για τον Κύριο αύριο, μήπως και σε σηκώσει στον πίνακα, μήπως καταφέρεις να τα πεις σαν νεράκι, μήπως μπορέσεις κάποτε να φύγεις εσύ, γιατί εκείνη δεν έφυγε.
Η μάνα σου.
Παρουσίαση του βιβλίου
Η φωνή της
και ώρα 12 το μεσημέρι
στην αίθουσα εκδηλώσεων
της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Βέροιας
Έλλης 8.
Αλεξάνδρα Μητσιάλη, συγγραφέας,
Δήμητρα Κουβάτα, ποιήτρια,
Νικολέτα Θούα, καθηγήτρια αγγλικής γλώσσας.
Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου.
Σίσσυ Γεωργοπούλου (φλάουτο) και
Γιάννης Γεωργουδάκης (κιθάρα).
Στο τραγούδι η Φωτεινή Γεωργουδάκη.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου