τη γλώσσα της υπομονής εγώ,
που δεν υπέμεινα μήτε για ένα καλοκαίρι
τον δίκαιο ρυθμό του ουρανού;
Σπαταλημένη μέσα στην αχλή
φλεγόμενου και χαύνου θέρους
εξάτμιζα τον πόθο,
ώσπου της φθινοπωρινής βροχής
το πρώτο δρόσισμα
καινούργια ενυδάτωνε δράματα
κι εφύτρωνε παραμυθητική η ελπίδα
μπροστά στο έλεος της νέας ανθοφορίας.
μεγάλη η σοδειά που άδειασα
μες στις χωματερές των κυκλο-
θυμικών συναλλαγών μου.
στου ήλιου την αναφορά
στοχάζομαι πως πρέπει απ’ την αρχή
να μάθω
τουλάχιστον προπαίδεια της θάλασσας,
για να μη κολυμπάω ανίδεη
στον ρουν των γεγονότων
με διάθεση βεβαίως ενεργητική,
ενίοτε όμως και παθητική
−βοηθούνε τα μελτέμια−
μα πάντοτε ενεστώτος χρόνου
εξακολουθητικού
από την εποχή ακόμη του Ηράκλειτου.
κι ακούω τα βράδια το νεράκι να με λοιδορεί:
ρει, ρει, ρει, ρει, ρει…
του νόστου ο έρωτας κάποτε
μας αρρώστησε
(παροξυσμός μιας νοσταλγίας πρωτόγνωρης
για την πατρίδα με τις άκοπες, αλώβητες μηλιές).
Όμως δεν ξέραμε τι πα να πει αγάπη
και κάθε δείλι ονειρευόμασταν
κάτω από διάφανο ουρανό με λίγα ξέφτια απελπισίας
νήπιοι και μωροί
παραδομένοι στην ποδιά ευφρόσυνης οδύνης.
και σχηματίστηκαν τα πρόσωπά μας
πρισματικά, χωρίς μορφή
ήταν αργά να μάθουμε ζωή
τι πάει να πει.
σκορπίσαμε
σαν τα παιδιά των πεθαμένων πια γονιών
που δεν μπορούν
να μοιραστούνε την κληρονομιά
κι αδίκως χαραμίζουνε το κληροδότημα.
* * *
στην ηδονή της ρέμβης.
Δένδρα που χαμηλώνουν
τους τελευταίους προβολείς και
καημοί των κορμών που κοιμούνται και
δάκρυ άστοχα χυμένο
στη φτέρνα της Άνοιξης.
ο ουρανός
υπογράφοντας την απουσία σου.
Από την ενότητα «Αλληγορίες της μνήμης»
ο έρωτας λίγος
των εποχών
φυσάει
μιαν ευωχία φυλλοβόλα
που αναρωτιέται για τον κλήρο της
μα πεινασμένο θα σ’ αφήσει τελικά,
γυμνό κλαρί.
που απεκδύεται το λόγο της
και πάνω στο σώμα ασεβούν
άλαλα χείλη.
φοράει ενισχυτικά
μη τον στοιχειώσει η παγωνιά
κόκκινη, πηχτή σαν ξεραμένο αίμα.
γυρίζει το πλευρό κι αποκοιμιέται.
Βλαστάρι αγάπης τοκισμένης
κι εξόριστος σαν ποιητής
που όλο διψάει αναμετριέται.
Από την ενότητα «Θερινό μηνολόγιο»
τα τελευταία σύμβολα επάνω στο χαρτί,
κάτι περίεργα ερπετά που σέρνονταν
έτσι όπως τα ’βλεπαν τα θολωμένα μάτια του
και αινιγματικά μισόλογα
μάταια… ματαιόπονα… η κάτι τέτοιο.
πρόσθεσε βάρος περιττό στο σώμα και
στο χέρι που υποχώρησε με βία
κι έπεσε άψυχο στο μελανοδοχείο
χύνοντας το σκοτάδι
στον κόσμο γύρω του
Από την ενότητα «Η ηχώ της λύπης»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου