Πέμπτη 16 Μαΐου 2024

Ορέστης Αλεξάκης, "Αγαθά παιχνίδια"





ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ


Βουίζει σαν τροχός η πόλη
Φώτα και χρώματα υδαρή
Τη νύχτα θάρθει να σε βρει
φορώντας στο μηρό βραχιόλι

Τίποτα βέβαια σοβαρό
Πες μια φυγή – σαν αυταπάτη
Σε ακολουθεί το ανήλεο μάτι
που φέγγει μέσα σου    Νεκρό

Πρωί νωρίς στην Εφορία
Στις ένδεκα οδοντογιατρό
Σαν τον κρυμμένο θησαυρό
σε αναζητώ     Στα μαυσωλεία

Θρηνούν τα περιπολικά
Χαμός στη στάση λεωφορείων
Δευτέρα δεκατρείς     Αρχείον
Να προσαχθούν τα σχετικά

Καταχωρείς τα δεδομένα
Κλείνεις τα νέα σου ραντεβού
Δεν είσαι πουθενά     Παντού
προβάλλουν σύνορα κλεισμένα

(Χρόνια και χρόνια καρτερείς
πέρ’ απ’ την έρημο του χρόνου
στον ερχομό του δολοφόνου
κάπου ένα πέρασμα να βρεις)

Προσθήκη – αντίκρουση    Προτάσεις
Ενστάσεις και παραγραφές
Θα ’χει κρυώσει πια ο καφές
Και πάλι δίχως να προφτάσεις





ΕΠΑΙΤΗΣ


Και πάλι χάνεσαι στην πάχνη
σκιά στο χρώμα τ’ ουρανού
σα να ’σαι −κι είσαι− του αλλουνού
κόσμου που ο νους μου μάταια ψάχνει

Κι εγώ μια πέτρα ραγισμένη
δεμένη με τη στέρφα γη
να διακονεύω τη σιγή
που τη βαριά ψυχή αλαφραίνει

Κρατώντας κάτι απ’ τη μορφή σου
σαν την ανταύγεια των νερών
Ένας δραπέτης των ωρών
Ένας επαίτης της αβύσσου





ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ


Θα προχωρήσεις στο σκαμμένο δρόμο
Νεκρό σκυλί στο ρείθρο το φεγγάρι
Θ’ ακολουθεί κερένιο παληκάρι
κρατώντας το άδειο φέρετρο στον ώμο

Στ’ αριστερά ο τυφλός με τη ρομβία
Κάποιος δεξιά που αθόρυβα θα σκάβει
Στο βάθος ένα ολόφωτο καράβι
φέρνοντας τη γαμήλια κουστωδία

Θα ’ναι νωρίς για την αναγγελία
Στη σύναξη θα δείξεις τα σημάδια
Θ’ ακούς φωνές από βαθιά πηγάδια
Πνιγμένοι θα γυρνούν την τροχαλία

Θα λάμψει φονικό το δίκαιο χέρι
μ’ όλη τη δόξα μέσα στ’ όνομά σου
Θα ονειρευτείς φτερούγισμα Πηγάσου
Κι ένα θεό που υψώνει το μαχαίρι





Η ΣΚΟΝΗ


Βλέμμα σαν φως που διαπερνά
τη λήθη και το πεπρωμένο
Μέσα στον τάφο μου ανασταίνω
τα χθεσινά
Και λέω πως είναι από νερό
το σώμα μου −γι’ αυτό θ’ αντέξει−
πως επιστρέφω σε μια λέξη
σ’ ένα φτερό
Πως είναι η πόλη μου νεκρή
κι έχουν οι φύλακες σαλπάρει
πως ο τυφλός με το λυχνάρι
με λοιδωρεί
Πως ξένο σπίτι κατοικώ
πως μ’ έχει ο χρόνος προσπεράσει
και πως η σκόνη θα σκεπάσει
το μυστικό





ΕΚΛΥΣΗ


Με παρασύρεις σ’ ένα φως που εξουθενώνει
Νιώθω το θαύμα σαν απέραντη ενοχή
Βρίσκομαι κάπου     σε μιαν άγνωστη εποχή
Ξάφνου μυρίζω τα μαλλιά σου και νυχτώνει

Κρύψε με μέσα στους μυχούς του σώματός σου
Μια μεταμόρφωση στο χρόνο προσπαθώ
Δώσε μου σχήμα     δος μου βάρος να βρεθώ
προστατευμένος στον ασύλητο βυθό σου

Μη λησμονείς τη σκοτεινή συνωμοσία
τον Επισκέπτη     τον Επόπτη     το Γιατρό
Μ’ έχουν καρφώσει σ’ έναν πέτρινο σταυρό
ν’ αντιμετριέμαι με τη σκόνη στα μουσεία

Χιόνι σα θάνατος το θάλαμο σκεπάζει
Μέσα σε δάσος αγαλμάτων περπατώ
Λες κι είναι ο κόσμος ένα βλέφαρο ανοιχτό
μα απ’ όπου δε θυμάμαι ποιος και πού κοιτάζει

Σ’ έχω ανασύρει μα κανείς δεν το ’χει μάθει
Κρύβω το σκάφανδρο στα υπόγεια του ναού
Σ’ αγγίζω-αγγίζω το μυστήριο του Θεού
λουσμένος πάλι σ’ άγιο φως κι ανίερα πάθη





Από τη συλλογή «Αγαθά παιγνίδια» (1994).
Πηγή: «Ορέστης Αλεξάκης - Ποίηση [1960 - 2009]», εκδ. Γαβριηλίδης 2011.

Στην εικόνα: Vincent van Gogh, «At Eternity's Gate» (1890).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου