Φώτα και χρώματα υδαρή
Τη νύχτα θάρθει να σε βρει
φορώντας στο μηρό βραχιόλι
Πες μια φυγή – σαν αυταπάτη
Σε ακολουθεί το ανήλεο μάτι
που φέγγει μέσα σου Νεκρό
Στις ένδεκα οδοντογιατρό
Σαν τον κρυμμένο θησαυρό
σε αναζητώ Στα μαυσωλεία
Χαμός στη στάση λεωφορείων
Δευτέρα δεκατρείς Αρχείον
Να προσαχθούν τα σχετικά
Κλείνεις τα νέα σου ραντεβού
Δεν είσαι πουθενά Παντού
προβάλλουν σύνορα κλεισμένα
πέρ’ απ’ την έρημο του χρόνου
στον ερχομό του δολοφόνου
κάπου ένα πέρασμα να βρεις)
Ενστάσεις και παραγραφές
Θα ’χει κρυώσει πια ο καφές
Και πάλι δίχως να προφτάσεις
σκιά στο χρώμα τ’ ουρανού
σα να ’σαι −κι είσαι− του αλλουνού
κόσμου που ο νους μου μάταια ψάχνει
δεμένη με τη στέρφα γη
να διακονεύω τη σιγή
που τη βαριά ψυχή αλαφραίνει
σαν την ανταύγεια των νερών
Ένας δραπέτης των ωρών
Ένας επαίτης της αβύσσου
Νεκρό σκυλί στο ρείθρο το φεγγάρι
Θ’ ακολουθεί κερένιο παληκάρι
κρατώντας το άδειο φέρετρο στον ώμο
Κάποιος δεξιά που αθόρυβα θα σκάβει
Στο βάθος ένα ολόφωτο καράβι
φέρνοντας τη γαμήλια κουστωδία
Στη σύναξη θα δείξεις τα σημάδια
Θ’ ακούς φωνές από βαθιά πηγάδια
Πνιγμένοι θα γυρνούν την τροχαλία
μ’ όλη τη δόξα μέσα στ’ όνομά σου
Θα ονειρευτείς φτερούγισμα Πηγάσου
Κι ένα θεό που υψώνει το μαχαίρι
τη λήθη και το πεπρωμένο
Μέσα στον τάφο μου ανασταίνω
τα χθεσινά
Και λέω πως είναι από νερό
το σώμα μου −γι’ αυτό θ’ αντέξει−
πως επιστρέφω σε μια λέξη
σ’ ένα φτερό
Πως είναι η πόλη μου νεκρή
κι έχουν οι φύλακες σαλπάρει
πως ο τυφλός με το λυχνάρι
με λοιδωρεί
Πως ξένο σπίτι κατοικώ
πως μ’ έχει ο χρόνος προσπεράσει
και πως η σκόνη θα σκεπάσει
το μυστικό
Νιώθω το θαύμα σαν απέραντη ενοχή
Βρίσκομαι κάπου σε μιαν άγνωστη εποχή
Ξάφνου μυρίζω τα μαλλιά σου και νυχτώνει
Μια μεταμόρφωση στο χρόνο προσπαθώ
Δώσε μου σχήμα δος μου βάρος να βρεθώ
προστατευμένος στον ασύλητο βυθό σου
τον Επισκέπτη τον Επόπτη το Γιατρό
Μ’ έχουν καρφώσει σ’ έναν πέτρινο σταυρό
ν’ αντιμετριέμαι με τη σκόνη στα μουσεία
Μέσα σε δάσος αγαλμάτων περπατώ
Λες κι είναι ο κόσμος ένα βλέφαρο ανοιχτό
μα απ’ όπου δε θυμάμαι ποιος και πού κοιτάζει
Κρύβω το σκάφανδρο στα υπόγεια του ναού
Σ’ αγγίζω-αγγίζω το μυστήριο του Θεού
λουσμένος πάλι σ’ άγιο φως κι ανίερα πάθη
Πηγή: «Ορέστης Αλεξάκης - Ποίηση [1960 - 2009]», εκδ. Γαβριηλίδης 2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου