Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

Ιγνάτης Χουβαρδάς, "Χειμωνιάτικες νύχτες"





Χειμωνιάτικες νύχτες

                                        (Στη μνήμη των φίλων Δ.Ι. Καρασάββα,
                                        Σπύρου Γαλήνη, Γιώργου Λ. Οικονόμου)


Καπνίζω, ακουμπώντας στο σκαμπό ενός καφέ, στον πεζόδρομο.
Μηδενική θαλπωρή. Χειμωνιάτικη νύχτα.
Φυσάει κατά διαστήματα κι ο αέρας είναι κρύος.
Τι περιμένω; Τίποτα.
Τι παρατηρώ; Τίποτα.
Ένα σώμα αφημένο στον άνεμο και το κρύο.



*


Γυρνάς στο σπίτι άδειος, όπως άδειος έφυγες.
Τίποτα δεν φαίνεται ότι μπορεί να σε συγκινήσει.
Το περιβάλλον, οποιοδήποτε κι αν είναι, παύει να αναπνέει.
Τελευταία είσαι και κάπως αφηρημένος με τα αυτοκίνητα.
Σε κάποιες διαβάσεις συλλαμβάνεις τον εαυτό σου να χάνει την αίσθηση του χώρου.
Όμως δεν παραμιλάς. Ούτε κοιτάς κορίτσια και γυναίκες.
Στην ουσία δεν παρατηρείς τίποτα.
Φοβάσαι όμως μη χτυπήσεις. Γιατί ποιος θα σε φροντίσει;
Αυτό είναι το αντίτιμο για έναν άνθρωπο που πίστεψε στην ηδονή.
Οι δρόμοι δαγκώνουν. Τα κτίρια καγχάζουν.
Φέρνεις στο νου σου ανθρώπους που σε κουράζουν,
δεν καταλαβαίνεις τι κρύβουν στην ψυχή τους.
Το σπίτι που νοικιάζεις σε τυλίγει με τη μελαγχολία του.
Η απόρριψη του ίδιου του εαυτού.
Εξαίρεση ένα μαύρο γέλιο, όταν κάποιες στιγμές προκύπτει.
Όπως αυτό το βράδυ, που ψάχνεις μια οποιαδήποτε φαντασίωση,
στο όνομα ενός περίκλειστου αλλά χαλαρωτικού αυτοερωτισμού.
Στην αρχή περιεργάστηκες κάποια βίντεο.
Όμως δεν είχες όρεξη να δεις μια αισθησιακή ταινία, έστω και για λίγα λεπτά.
Μετά θυμήθηκες κάποιες παλιές φίλες, που είναι πλέον παρελθόν.
Περιέργως δεν τις προτιμάς, ακόμα και εκείνες που εξακολουθούν να σε ελκύουν.
Ύστερα, απρόσκλητη, ήρθε στη σκέψη σου μια ζητιάνα.
Την είδες στη νυχτερινή βόλτα σήμερα.
Την εικόνα τη συγκράτησες, παρόλο που την απώθησες.
Σε πλησίασε κι επίμονα σου ζητούσε ελεημοσύνη.
Απέστρεψες το βλέμμα απότομα, εκείνη επέμενε, τελικά απομακρύνθηκε.
Ήταν μια γυναίκα μέσης ηλικίας, παρατημένη.
Σχετικά αδύνατη.
Φορούσε μια φούστα με παρδαλά χρώματα.
Και μια μάλλινη μπλούζα.
Παπούτσια που τα είχε μετατρέψει σε πασούμια.
Περίεργη παρουσία. Πάντως όχι ελκυστική.
Με τη φαντασία σου, της ζητάς να σου δώσει ένα φιλί.



*


Βιάζονται να με κρίνουν
και να με καταδικάσουν.
Τους ενοχλεί το χαμόγελο, το χιούμορ, οι περίπατοι στην πόλη.
Ο τρόπος που πλησιάζω τις γυναίκες.
Η έλλειψη δημοσίων σχέσεων.
Το στέκι όπου κάθομαι συχνά.
Το γράψιμο ερωτικών κειμένων.
Η σιγουριά πως ό,τι γράφω είναι αληθινό.
Με φαντάζονται να λιώνω από αφροδίσιο νόσημα.
Δεν τους αρκεί που ζω φτωχός και μόνος.
Με σχολιάζουν χωρίς αιδώ,
χωρίς να υποψιάζονται τα μαύρα σύννεφα,
τα σκοτάδια που βοούν,
τις βδέλλες που με τυραννούν.
Μόνο τα παιδιά εξακολουθούν να με συμπαθούν.



*


Η υπάλληλος στα διόδια της εθνικής οδού
προτάσσει το χέρι,
δίνει τα ρέστα και την απόδειξη της διαδρομής.
Με καληνυχτίζει γλυκά.
Κι εγώ προσπαθώ να συγκρατήσω το στιγμιαίο άγγιγμα της παλάμης της.
Και δεν καταλαβαίνω αν τρομάζω από τον ίδιο μου τον εαυτό
ή από το σκοτάδι του δρόμου που με ρουφάει.



Ιγνάτης Χουβαρδάς




Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Edward Hopper, «Nighthawks» (1942).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου