Πέμπτη 10 Αυγούστου 2023

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, "Λιωμένος χρόνος"





ΜΑΚΡΙΑ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΟΛΗ


Μοίρα σου είναι −μου ’παν τότε− προσαρμόσου
σ’ ετούτο των πικρών καιρών το νέο κάλεσμα.
Βουή ανέμων οι φωνές
σε γλώσσες άγνωστες
γκριμάτσες τόσο φοβερές σ’ αρχαίο δράμα.

Αιώνες τώρα η παράσταση δεν τέλειωσε
δίχως σενάριο, θεατές
βαστάει ακόμα.
Ποιος είναι αλήθεια ο σκοπός
ποιος κάτι κέρδισε
ποιος ήταν −τάχα− χορηγός
βαθιά στα χρόνια.

Άοπλος μέσα στους ανθρώπους
πώς πικράθηκα.
Βγήκα ξυπόλυτος το φως να ερμηνεύσω.
Φώναξα μόνος στις πλαγιές
αποκοιμήθηκα

κάτω από λεύκες που μουρμούριζαν τραγούδια.


Από την ενότητα
«Ώρες αγρύπνιας»





ΠΕΡΛΕΣ


Κάποιες φορές τα παραμύθια μας ραγίζουν
θρύψαλα χύνονται στα χέρια και σκορπίζονται,
όπως οι πέρλες που κυλούσανε στα στήθια σου
λευκά λουλούδια που βοριάς σκληρά τα δέρνει.

Πρώτα τα μάτια στο κενό, κραυγή αμήχανη
−πότε χειμώνιασε ξανά κι έπιασαν μπόρες−

βαρύ χαλάζι αναπήδαγε στο πάτωμα
στα ιδρωμένα σου σεντόνια, δίχως κρότο
γέμιζε όλες τις πτυχές ξαναζωγράφιζε
τους λόφους του κορμιού σου και στην άκρη,
τη γούβα π’ άφησα χαράματα σαν έφυγα.

Κι αυτό το «ααα!» να διαρκεί σκληρό αργόσυρτο
μ’ όλον τον τρόμο της στιγμής, και δύο πέρλες,
οι τελευταίες, να αιωρούνται στη ματιά
έξω απ’ τον χρόνο στο κενό και να μην πέφτουν.


Από την ενότητα
«Ραγίζουν κάποτε»





ΣΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΜΕ ΤΗΝ ΜΠΛΕ ΠΟΡΤΑ


Στα δυο σου πέτρινα σκαλιά, νωρίς τ’ απόγευμα
ανάμεσα στις γλάστρες σου καθόσουν
κι όλο το μπλε του ουρανού, όλο της θάλασσας
από την ξύλινη πορτούλα σου σαν κύμα,
σε τοίχο ολόλευκο, αθόρυβα ξεχύθηκε.

Βασιλικός πλατύφυλλος ξυπνούσε.

Γλυκά ματάκια χαμηλά
βήματα αβέβαια,
θαρρώ δεν πάταγα στη γη· βαθύ πηγάδι
σ’ όνειρο τόσο απατηλό, πώς με κατάπινε.

Κι έπειτα πάλι η φωνή σου προς το φως,
τριχιά ν’ ανέβω μου ’ριχνε
μες στο σκοτάδι.





ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ


Τσεμπέρι στο καρφί, ποδιά στη σκάλα
παλιές παντούφλες στην αυλή
γιομάτες χώματα

πρόκοψε πάλι ο κήπος φέτος έξι αράδες
δυόσμος, ντομάτες, πιπεριές, τι κι αν μας έλεγαν
πως είναι άγριο το χώμα τούτο, άχρηστο
−αλλιώς αφράτο του χωριού, ευλογημένο−
εδώ μονάχα οικοδομές ψηλές ριζώνουνε
μήτε καν λάπατα, ζοχοί, πικρά ραδίκια.

Άκρη στον τοίχο στέκει ακόμα το ποδήλατο
κλειστό, βουβό το πλυσταριό,
μα πού να πήγες!
Μυρίζει, αχνίζει φαγητό,
βγαίνω στην ’ξώπορτα.

Βήματα ξένων απαντώ

μόνος δακρύζω.


Από την ενότητα
«Λιωμένος χρόνος»





ΩΡΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ


Μη μου μιλάς με τις σκιές
η νύχτα πέρασε.
Έγνοιες καινούριες στο σανίδι σκαρφαλώνουν
πάρε ένα-ένα τα παλιά θολά χαμόγελα
πάρε μαζί σου τα φιλιά μου, τα σημάδια.
Ώρα παράστασης στο φως
δες οι αλήθειες μου
καινούρια στήνουν σκηνικά και περιμένουν
καινούριους δρόμους να διαβώ σε χιόνι απάτητο
τι να ’ναι απ’ όλα αληθινό,
ποιος τάχα ξέρει.

Θα είμαι πάντα ο φροντιστής, ο σκηνοθέτης
ο χορογράφος κι ο κρυφός υποβολέας μου.
Θα είμαι ο μόνος θεατής
κι ο ταξιθέτης μου.

Τι θα μπορούσε την παράσταση
να βλάψει;
 
 
Από την ενότητα
«Της νύχτας δρώμενα»





Από τη συλλογή «Λιωμένος χρόνος», εκδόσεις Ρώμη 2023
(πρόλογος: Γιώργος Ρούσκας).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου