κάλυπταν τα παράθυρα με μπλε καραβόπανα
να μη φαίνεται το φως της λάμπας.
Χτυπούσαν δυνατά οι καμπάνες κι οι σειρήνες.
Φαντάροι με φύλλα πορείας
και παιδικές ζωγραφιές για ενθύμιο.
Σφιχτές αγκαλιές και δάκρυα
αγωνία με λέξεις άγνωστες.
Ήχος αεροπλάνου ν’ ακούγεται
και να σείεται το ξύλινο δάπεδο.
Εικόνες με μαυροφορεμένες γυναίκες
και φωτογραφίες αγνοουμένων στα χέρια τους.
Σκηνές στερεωμένες στο έδαφος
παιδιά να τρέχουν τριγύρω.
Χάρτινα κουτιά γεμάτα ρούχα και κουβέρτες
κλαίγαμε για να πείσουμε
να χωρέσουν τα παιχνίδια μας
δώρο για τα παιδιά της Κύπρου.
Μάθαμε να χορεύουμε τον χορό των δρεπανιών
κι ας έλεγαν πως ήταν μόνο για άνδρες.
Παίζαμε πόλεμο ανάμεσα στα δέντρα
και πάντα νικούσαμε τους κακούς
πιστεύοντας χωρίς απώλειες.
το δρομάκι που οδηγεί
στο παλιό κοιμητήριο της Χώρας.
Σε απόλυτη αρμονία
οι ήχοι της φύσης και τα χρώματα.
Σηκώνω τα χέρια σε ευθεία
παράλληλη με τον ουρανό και τη γη.
Το βλέμμα μου στον ουρανό
τα πόδια μου στη γη.
Σκύβω και στην παλάμη μου
κρατώ χώμα και πέτρες.
Τα σηκώνω ψηλά
και ο αέρας τα σκορπίζει.
Στο παλιό κοιμητήριο της Χώρας
ο σταυρός που σχηματίζω με το σώμα μου
γίνεται ένα με τους ξύλινους σταυρούς
των κεκοιμημένων.
σε υπεροψία ατομικότητας.
Προκλητικά δυσοίωνο το μέλλον
όταν ο χρόνος τον ταπεινώνει
προσπαθώντας να τον κρατήσει δέσμιο
σε ψεύτικους εναγκαλισμούς.
Υπερβατικός και ακατάληπτος.
Εάν τον αποδεχθείς κυριεύει τη σκέψη
οδηγεί σε αυθυπέρβαση του εγώ.
Ανυπότακτος στη λογική
και άνομος στην ηθική.
Εμμονικός στις λεπτομέρειες των αισθήσεων
προκαλεί αναπόφευκτες συγκρουσιακές ενώσεις
αφήνοντας στην απομάκρυνσή του
αμοίραστη ερημιά.
δυσκολευόταν να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι,
αδύναμα τα πόδια της
τρέμαν τα χέρια όταν προσπαθούσε
να βρει το ξύλινο μπαστούνι
δίπλα στο κομοδίνο.
Μετάνιωνε για την απόφαση
και ξανάκλεινε τα μάτια.
Έτσι κι αλλιώς, ίσως να σκεφτόταν,
Τότε ξαναγινόταν νέα κι άκουγε
τα βήματά τους στην αυλή.
Κρέμαγε βιαστικά τη σακούλα με τα ψώνια
στο πορτάκι της σκάλας
να προλάβει να κουβαλήσει κι άλλα
πριν κλείσει η αγορά.
Ύστερα άναβε όλα τα εξωτερικά φώτα
να φέγγει από μακριά το σπίτι
για κάθε ταξιδιώτη
που δεν θα είχε πού να μείνει.
Φτάνει τόσο που διαβάζεις,
βγες να σε δει λίγο ο ήλιος, μου έλεγες
εκείνο το μπεζ επιτραπέζιο ρολόι.
Κι όταν μεγαλώσεις και πεθάνω
να μην ξεχνάς να μου ανάβεις
το πιο μικρό κεράκι.
κι έγινε και δικιά μου
μόνο που δεν ξέρω σε ποιον να την πω.
το υπόγειο της πολυκατοικίας
βαμμένο με πλαστικό χρώμα το δάπεδο.
Σωλήνες νερού στους υγρούς τοίχους
κρεμάστρες και ρούχα
από προηγούμενες παραστάσεις
κι εκείνη η τεράστια αφίσα
του Τσάρλι Τσάπλιν
με τα κουρελιασμένα ρούχα
και το θλιμμένο χαμόγελο
μαζί μας στο θέατρο.
Θρανία ξύλινα και βαλίτσες άδειες
έπιπλα σκοροφαγωμένα.
Κι εμείς οι αδύναμοι
δυνατοί να ερμηνεύουμε τις ζωές των άλλων
μέσα απ’ τα δικά μας πάθη.
Τα μεσάνυχτα όταν ανοίγουμε
την πόρτα να φύγουμε
έχει πια ξημερώσει
στις ζωές μας.
(εισαγωγή: Νίκος Μυλόπουλος).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου