ΤΑ
ΟΜΟΡΦΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ
Τα κορίτσια δεν λένε
ποτέ την αλήθεια, κυρίως τα όμορφα. Φοράνε αϊλάινερ, κάνουν κοψίματα στα
ζυγωματικά, μια ηλιοφάνεια είναι θεμιτή – και πώς αστράφτουν οι κυνόδοντες,
όταν ορέγονται το δέρμα. Ετοιμόγεννες καβαλάνε άγρια άτια, σε αγρούς με άροτρα
και οπιούχες παπαρούνες. Κάθε πρωί, τότε που είναι ευάλωτο το φύλο, λογχίζουν
το πλευρό του ποιητή. Άλλοτε πάλι τον θρηνούν με μάτια γλαφυρά και ευανάγνωστα,
τρέφονται μάλιστα με την ευδαιμονία του τις νύχτες.
Μετά από χρόνια, με
κομμένα τα μαλλιά, για να λυθούν τα μάγια, πηδάν κάτι φωτιές μεσοκαλόκαιρο (που
αρπάξαν τα ξερόκλαδα) και κύματα που έρχονται απ’ το πέλαγος –
κάποιοι τις λένε
μέδουσες, κάποιοι τις λεν’ γοργόνες
όμως εκείνες π’ αγαπούν
δεν ξέρουν πως τις λένε.
Τα όμορφα κορίτσια δεν
έχουν στόμα όταν μεγαλώσουν, μόνο φωνήεντα και κάτι χέρια, κάτι χέρια.
ΕΥΓΛΩΤΤΟ
ΣΩΜΑ
Για την αγάπη ποτέ δεν χτίστηκε μια κόρη σε
γεφύρι.
Πώς να στεριώσει ο ουρανός μόνο με υποσχέσεις, μ’
ένα καΐκι σάπιο απέναντι πώς να βγω;
Ζητάω θεούς για τα μελλούμενα, έναν τυφλό να μ’
οδηγήσει. Με τον φακό στο χέρι τις
αποστάσεις να μετρήσω.
Σαν ψάρι σπαρταρώ μετά. Εύγλωττο σώμα.
Στα μάτια σου είδα όλα τα δάση μου να φλέγονται,
να κυματίζουν για την ξενιτιά οι βαρκούλες.
Μέσα στο μήλο πώς τρυπώνει το σκουλήκι είδα.
ΤΑ
ΡΟΔΑ ΚΟΒΟΝΤΑΙ ΣΤΑ 2/3
Φοβόταν τον καθρέφτη – το χέρι που έβγαινε από
μέσα και την τραβούσε. Τον ρώτησε μια δυο φορές. Μα εκείνος μόνο κοίταζε.
«Τα ρόδα κόβονται στα
2/3 για να δώσουν» της είπε μια νύχτα «ούτε πιο χαμηλά ούτε και πιο ψηλά. Τα
αραιώνεις να αναπνέουν τα κλαδιά, να τα μυρίζει ο αέρας, να γλείφει τον βλαστό
μετά την παγωνιά. Μήνα Φλεβάρη να το κάνεις, να ’ρθει η άνοιξη να σε φιλέψει
χρώμα κι άρωμα».
ΣΤΟ
ΦΩΣ
Όταν ξυπνάει η σάρκα, η
μνήμη πώς επαίρεται. Πώς την κουνάει την ουρά, στα μπροστινά σηκώνεται, το
πάθος να μερώσεις μ’ ένα χάδι. Ανάμεσα σε αιχμηρούς κοπτήρες, για δες πώς
λάμπει το σκοτάδι. Κι ούτε ένα “αχ”. Στεγνά σε παίρνει ο λυγμός.
*
Στεκόταν όρθια μπρος στο
κλειστό παράθυρο. Έστηνε ξόβεργες το φως παντού μέσα στο χάραμα.
«Για δες πώς τώρα όλα
εξαγνίζονται» ψιθύρισε στ’ αυτί της.
Έσπασε ο μίσχος και
ακούστηκε ο κρότος, μια πρώιμη άνοιξη χύθηκε παντού.
«Στον βυθό πάντα
γυαλίζει ο χρυσός» του αντιγύρισε.
Η
ΜΟΝΑΞΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΜΠΑΡΚΟ
Όταν ομίχλη δένει στο
λιμάνι, μες στον βυθό φυτεύω τριαντάφυλλα. Να αναδύεσαι αιμόφυρτος μετά, κι εγώ
στην κουπαστή, ετούτα τα πουλιά (που λαίμαργα σ’ αρπάζουν απ’ την χούφτα μου) έκπληκτη
να κοιτάζω.
Από τη συλλογή «Τα ρόδα κόβονται στα 2/3», εκδ. Σαιξπηρικόν,
2023.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου