πότε φυσώντας τον καπνό του καταπρόσωπο
και πότε επιμένοντας σε φόρους και λογαριασμούς
και ούτε μια στάλα σκοτάδι δε μας έμενε
για να πιαστούμε στο φιλί
να ανασάνουμε κανονικά σαν άνθρωποι
το ξένο σώμα ολοένα έβρισκε καινούριες προφάσεις
να μην αφήνει να πλησιάζουν τα σπλάχνα μας
να σε βλέπω στον καθρέφτη και να μη σ’ αναγνωρίζω
το ξένο σώμα τέλειωνε τη μέρα του
με βήχα και χασμουρητά
μέχρι να ξανανοίξουμε τα μάτια μας
το ξένο σώμα στα σεντόνια απλώνονταν βαρύ
και χώρο πια καθόλου δεν άφηνε για όνειρα.
στην κόλαση που μου δανείζεις
μάταιες οι υποχωρήσεις
αφού το ξέρω, πάλι και πάλι
τελικά θα σου παραδοθώ.
Όλα κοντά σου τα δοκίμασα
ξέρεις να με κατέχεις
κι εφευρίσκεις συνεχώς αφορμές
για βαρύτερες καινούριες ποινές.
Α, ευκτικές μου ανάπηρες
ύψη μου χαμηλωμένα
χυμένα λιώμα στο πάτωμα
πεινασμένα μου οστά!
Θα σου το πω όμως
− δεν ταιριάζει να ψεύδεται το αίμα −
παλιά συνήθιζα να κλαίω πολύ
τώρα σχεδόν αντέχω
φοράω λέπια κάθε μέρα αντί για δέρμα
μεγαλώνουν τα νύχια μου τ’ αρπακτικά.
Κι ο θάνατος στο μεταξύ
μας σιδερώνει τα σεντόνια.
Με βγάζει από το σπίτι στις ρούγες
στις πλατείες συναντιέμαι με τα δροσερά κορίτσια
σκαρφαλώνω στις ανθισμένες πλαγιές
περνάω απέναντι στο Μεσολόγγι.
Πιάνει τουφέκι η γλώσσα μου.
Στα φτωχά κανονάκια ανακατεύομαι
διψάω το λιγοστό νερό
πεινάω το ανύπαρκτο ψωμί
βυθίζομαι στην κόψη της λαβωματιάς
κυλάω μες τα δάκρυα του πόνου και της αγάπης.
Πότε τουφέκι η γλώσσα μου και πότε λύρα
οργίζεται, στοχάζεται, υποφέρει, λατρεύει
στις φτερούγες τέλος
του αόρατου πτηνού κουρνιάζει, πετάω.
Η γλώσσα μου η ελευθερία μου
ο αέρας μου, ο ουρανός μου
η ανάσα μου, το αίμα μου, τα σωθικά μου
η ελευθερία η γλώσσα μου.
που σκόρπισαν οι θύελλες της αγάπης
αρθρώσεις πρησμένες μα οι χυμοί ανεβαίνουν
ο καιρός γυρίζει ήδη σε άνοιξη, δεν το βλέπεις;
Χελιδόνια μεθυσμένα διασχίζουν χώρες
κοιλάδες γεμάτες με σκουπίδια του χρόνου
ανατέλλει λάμποντας όμως τώρα
η νέα ημέρα με στεφάνι στα μαλλιά της
γαρύφαλλα ανοίγουν τα χείλη, νερά μυστικά
στα δάχτυλα κλώθεται με λαχτάρα το νήμα
σεντόνι επί τέλους χαράς να ετοιμάσει
ακέριο να φεγγοβολήσει πάλι το λησμονημένο σώμα.
ΕΧΩ ΦΥΛΑΓΜΕΝΑ ΤΑ ΧΑΔΙΑ
πάνω στις νάρκες της κοιλιάς
και πάνω στα πολυβολεία του στήθους
τα ύδατα θα τρέχουν απ’ τους πόρους σου
κι από τα μάτια σου
κι οι λυγμοί σου θα σκεπάζουν τη μάχη της αγάπης
θα σ’ έχω στερηθεί πολύ
θα σ’ έχω νοσταλγήσει
θα ξετυλίξεις τις γάζες απ’ το σώμα μου
θα λάμψουν των τυφλών ματιών οι σκοτεινοί βυθοί
και θα ’ναι το φιλί αρμυρό
τα τσακισμένα χάδια μας η τελευταία μας πατρίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου