Μαρία Κουγιουμτζή, "Ο χορευτής" (από τη συλλογή διηγημάτων "Forever")
Ο
χορευτής
Όταν ο δημοσιογράφος
Ρόουζ συνάντησε τον διάσημο χορευτή Γκένιους σκύβοντας με κάποιο θράσος πολύ
κοντά στην ολόξανθη κεφαλή του, τον ρώτησε αν είναι αλήθεια πως είναι
αρραβωνιασμένος με την αμφιλεγόμενης αξίας χορεύτρια Νεκρίνα που διέπρεπε στο
θέατρο Άβατον ερμηνεύοντας την Σαλώμη. Ο Γκένιους χωρίς να γυρίσει προς το
μέρος του σήκωσε με χάρη τους ώμους ρωτώντας,
από πού προέκυψε αυτό. Ο Ρόουζ κάπως απειλητικά και ταυτόχρονα δουλικά του είπε
πως τον αναγνώρισαν να κάθεται στο θεωρείο που κρατούσε εκείνη για τους
προσωπικούς φίλους της, προσηλωμένος στον χορό της τόσο, που δεν αντιλήφθηκε
πως το θεωρείο είχε γεμίσει ασφυκτικά από τους θαυμαστές του που σπρώχνονταν,
με υποκλίσεις και βγάλσιμο του καπέλου, ποιος θα του συστηθεί πρώτος.
Ο χορευτής είπε τότε
ήσυχα πως ήταν γνωστό ότι πολλοί μιμητές της εμφάνισής του κι όχι της τέχνης
του απολάμβαναν ένα ψεύτικο θαυμασμό και μερικές ερωτικές νύχτες με αφελείς
γυναίκες, πλαστογραφώντας το παρουσιαστικό, το ντύσιμο και μερικές απ’ τις
ατάκες του. Απ’ όλους αυτούς έλειπε ο αέρας που δίνει η αυθεντικότητα, ενώ το
πρόσωπο και οι κινήσεις τους είχαν κάτι το υπερβολικό και ταυτόχρονα κενό, όπως
κάθε τι το ψεύτικο. Η ομιλία τους εκτός της ελαφρότητας των λόγων τους είχε ένα
αξάν απωθητικό, καθώς άφηνε το ίχνος μιας εσωτερικής τσιρίδας. Ένα έμπειρο μάτι
δεν χρειάζεται παρά μερικά λεπτά για να ξεχωρίσει την απάτη, ενώ για την τέχνη
του και της χορεύτριας την οποία αγνοούσε, ίσως χρειαζόταν χρόνια για να
εδραιωθεί ή να αποκατασταθεί ή να καταποντιστεί η αξία τους.
Η τέχνη έχει τον χρόνο
με το μέρος της ή εναντίον της. Όμως ο ίδιος ο χρόνος φαίνεται να αδιαφορεί
παντελώς, στην καλύτερη δε περίπτωση κτίζει ένα μαυσωλείο και τους τοποθετεί
εκεί ακίνητους και θαμπούς από τη σκόνη.
Παρόλο που ο
δημοσιογράφος έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, παρατηρώντας εκ νέου την
κορμοστασιά και το πρόσωπο του χορευτή, δεν ήταν σίγουρος αν μιλούσε με τον
ίδιο τον Γκένιους ή με κάποιον από τους μιμητές του. Ένιωσε μια τρομώδη
απέχθεια σκεπτόμενος ότι κρατούσε το διπλό κλειδί, του σημαντικού και του
ασήμαντου, άχρηστο και ταυτόχρονα απαραίτητο, για την προστασία που πιθανόν
παρείχε στη θνητότητα και των τριών τους.
Τα λόγια, η ευφυής
ασάφεια των προθέσεων, το λαμπρό περιτύλιγμα των ενδυμάτων του Γκένιους, η
κομψότητα και η χάρη του, η πληθώρα των κουστουμιών της Νεκρίνας που η φαντασία
των ειδικών μόδιστρων της παρείχε, ως προς τον χρωματισμό, τον όγκο των
φορεμάτων που σάρωναν τη σκηνή, και των κοσμημάτων που στόλιζαν τα γυμνά μέρη
του σώματός της, κάτι που εξωθούσε τους θαυμαστές της σε παραλήρημα, όλη αυτή η
ζωντάνια, το πάθος, η ευεξία της συναναστροφής, η λάμψη που εξέπεμπε η ίδια η
ανθρώπινη παρουσία, οι σαμπάνιες και τα πούρα που ακολουθούσαν μετά την
παράσταση, οι δυνατές φωνές, ο σίφουνας του χορού πάνω στην πίστα με τις
εκρήξεις των φώτων και της μουσικής, η επαφή των σωμάτων, έμοιαζε σαν ένα θέαμα
και μια δημιουργία έργου, που έτσι κι αλλιώς έσβηνε, χανόταν, υποχωρούσε σε μια
ανευθυνότητα του χρόνου που ακάματος την επαναλάμβανε αενάως με νέους
πρωταγωνιστές και κομπάρσους.
Εντούτοις ο Ρόουζ
παρηγορήθηκε σύντομα όταν στρίβοντας τη γωνία, είδε να πλησιάζει ένας νέος
μιμητής, γεμάτος κομψότητα και χάρη, ή ο ίδιος ο υπέροχος Γκένιους διασχίζοντας
με θάρρος και ορμή τον δρόμο και ήταν σαν να του πρόσφερε ένα πικρό καφέ που η
πίκρα του κατέληγε σε απόλαυση, ή ίδια η ζωή του έβαζε στα χείλη ένα δυνατό
ποτό που του έφερε ηδονική ζάλη.
Μαρία Κουγιουμτζή
Από τη συλλογή
διηγημάτων «Forever»,
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2023.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου