Παρασκευή 26 Μαΐου 2023

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, "Κάτοψη"





ΤΑ ΤΥΦΛΑ ΠΟΥΛΙΑ

                                μνήμη Ε. Χ. Γονατά


Τα λυπάται
ο θεός
και τα φροντίζει,
τα διακονεί στον κόρφο του,
στο στόμα τα ταΐζει.

Τις νύχτες
βγαίνουν απ’ την κρύπτη τους
με τις φτερούγες ανοιχτές
για ισορροπία

παραπατώντας
άπληστα μυρίζουν τον αέρα

τα υγρά τους ράμφη
λαχταρούν
το αίμα μου.





ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΔΕΣ


Χώμα ο πηλός του με κρασί
και έπλαθε μικρά πουλιά
ο εξάχρονος Διόνυσος.

Κείνη τη μέρα αντίκρισε
τους τρομερούς Τιτάνες.

«Φύγετε, φύγετε μακριά,
πετάξτε να σωθείτε»,
φώναξε στα προπλάσματα
κουνώντας τα χεράκια.

Εκείνα εζωντάνεψαν
κι απ’ τα ψηλά γύρω κλαδιά
−πρώτες εικόνες τραγικές−
τ’ ανόσιο είδαν θέαμα.

Κι είν’ οι κοκκινολαίμηδες,
που απ’ τη γενέθλια ημέρα,
εφόρεσαν κατάστηθα
το αίμα των αθώων.


Από την ενότητα
«Τυφλά πουλιά»





ΣΕΡΓΙΑΝΙ

                                            (για σένα)


Τις νύχτες τα φιλιά σου σεργιανούν
στους κήπους του κορμιού μου.
Παίζουν κρυφτό στις φυλλωσιές,
στα δέντρα σκαρφαλώνουνε
και κλέβουνε τα φρούτα.

Κάθε πρωί το σώμα μου μυρίζει γιασεμί
και δαγκωμένο ροδάκινο.





ΡΕΜΒΗ

                                               στην Ευσταθία Δήμου


Να σκαρφαλώσουν ας μπορούσανε τα «αχ»,
όπως της τριανταφυλλιάς τα μυρωμένα άνθη,
το κωνοφόρο, εξώστη τους, να κάνουν σμαραγδένιο
και να χαζεύουνε τον δρόμο όλη μέρα −
τη γριούλα που πρωί πρωί σκουπίζει την αυλή της,
το κάρο με το άλογο και τη σημαία κουρέλι,
παλιά τρακτέρ που, ασθμαίνοντας,
                                                      πάνε για να ραντίσουν,
αντίκρυ, τους αργόσχολους στην καφετέριά τους,
και κάτι εργάτες σιωπηλούς στο αργοσχόλασμά τους.

Τότες, οι αναστεναγμοί,
θα ’χαν κι εκείνοι άρωμα,

θα ’χαν κι εκείνοι χρώμα.


Από την ενότητα
«Δυο λεπτά απ’ την Πατρίδα»





«ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΑΜΕΣΩΣ»


Πλαγίως διαβάζω: «Είμαι δίπλα - Επιστρέφω αμέσως».
Μονίμως την επιγραφή ν’ αλλάξει λησμονούσε
(όχι μονάχα όταν «Κλειστόν» είχεν το μαγαζί
αλλά και όποτε «Ανοικτόν» −
κι εντός τού καταστήματος αυτός, αφηρημένος).

Αλλά τι λέμε τώρα; απών, πλειστάκις ο άνθρωπός μας
ήταν, για την ακρίβεια, «Δίπλα»: εις τον βαρβέρην,
ενός πλανόδιου συντροφιά υπό βροχήν, συχνά δε
εις την «Επιδιορθώσεις ενδυμάτων» ζωντοχήραν
κι άλλες εις τα «Λαχεία» φορές, πελάτες τον ευρίσκαν.

Όταν, αίφνης, εις Κύριον μετέβη ο βαρβέρης,
όλοι, πως ήταν άνθρωπος, είπανε, νοικοκύρης·
μα σαν τον ακολούθησεν ο μαγαζάτοράς μας
μειδιούσαν, ενθυμούμενοι το «Επιστρέφω αμέσως».

Διά το «αμετάκλητον», γοερά, θρηνούσεν μόνο η χήρα.


Από την ενότητα
«Αλγόριθμοι θανάτου»





27 ποιήματα. 27 αφηγήσεις, φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους. Και όμως, έχουν κάτι κοινό: ένα τουλάχιστον μ έ σ ο, έμβιο είτε άψυχο, σε κάθε ιστορία, κάτι που έχει τη δυνατότητα να ίπταται ή να σκαρφαλώνει, είναι επιφορτισμένο από το ποιητικό υποκείμενο να του μεταφέρει, ως άβαταρ (ή προέκτασή του), ιδωμένη από ψηλά, μία εικόνα.

27 εικόνες. 27 ψηφίδες· συναρμοσμένες, προοικονομούν την κάτοψη της φθοράς που συντελείται.

(από την έκδοση)





Από τη συλλογή «Κάτοψη», εκδ. Ρώμη, 2023.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου