ο θεός
και τα φροντίζει,
τα διακονεί στον κόρφο του,
στο στόμα τα ταΐζει.
βγαίνουν απ’ την κρύπτη τους
με τις φτερούγες ανοιχτές
για ισορροπία
άπληστα μυρίζουν τον αέρα
λαχταρούν
το αίμα μου.
και έπλαθε μικρά πουλιά
ο εξάχρονος Διόνυσος.
τους τρομερούς Τιτάνες.
πετάξτε να σωθείτε»,
φώναξε στα προπλάσματα
κουνώντας τα χεράκια.
κι απ’ τα ψηλά γύρω κλαδιά
−πρώτες εικόνες τραγικές−
τ’ ανόσιο είδαν θέαμα.
που απ’ τη γενέθλια ημέρα,
εφόρεσαν κατάστηθα
το αίμα των αθώων.
Από την ενότητα
«Τυφλά πουλιά»
στους κήπους του κορμιού μου.
Παίζουν κρυφτό στις φυλλωσιές,
στα δέντρα σκαρφαλώνουνε
και κλέβουνε τα φρούτα.
και δαγκωμένο ροδάκινο.
όπως της τριανταφυλλιάς τα μυρωμένα άνθη,
το κωνοφόρο, εξώστη τους, να κάνουν σμαραγδένιο
και να χαζεύουνε τον δρόμο όλη μέρα −
τη γριούλα που πρωί πρωί σκουπίζει την αυλή της,
το κάρο με το άλογο και τη σημαία κουρέλι,
παλιά τρακτέρ που, ασθμαίνοντας,
πάνε για να ραντίσουν,
αντίκρυ, τους αργόσχολους στην καφετέριά τους,
και κάτι εργάτες σιωπηλούς στο αργοσχόλασμά τους.
Τότες, οι αναστεναγμοί,
θα ’χαν κι εκείνοι άρωμα,
θα ’χαν κι εκείνοι χρώμα.
«ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ
ΑΜΕΣΩΣ»
Πλαγίως διαβάζω: «Είμαι δίπλα - Επιστρέφω αμέσως».
Μονίμως την επιγραφή ν’ αλλάξει λησμονούσε
(όχι μονάχα όταν «Κλειστόν» είχεν το μαγαζί
αλλά και όποτε «Ανοικτόν» −
κι εντός τού καταστήματος αυτός, αφηρημένος).
Αλλά τι λέμε τώρα; απών, πλειστάκις ο άνθρωπός μας
ήταν, για την ακρίβεια, «Δίπλα»: εις τον βαρβέρην,
ενός πλανόδιου συντροφιά υπό βροχήν, συχνά δε
εις την «Επιδιορθώσεις ενδυμάτων» ζωντοχήραν
κι άλλες εις τα «Λαχεία» φορές, πελάτες τον ευρίσκαν.
Όταν, αίφνης, εις Κύριον μετέβη ο βαρβέρης,
όλοι, πως ήταν άνθρωπος, είπανε, νοικοκύρης·
μα σαν τον ακολούθησεν ο μαγαζάτοράς μας
μειδιούσαν, ενθυμούμενοι το «Επιστρέφω αμέσως».
Διά το «αμετάκλητον»,
γοερά, θρηνούσεν μόνο η χήρα.
27 εικόνες. 27 ψηφίδες· συναρμοσμένες, προοικονομούν την κάτοψη της φθοράς που συντελείται.
Από τη συλλογή «Κάτοψη», εκδ. Ρώμη, 2023.
το κωνοφόρο, εξώστη τους, να κάνουν σμαραγδένιο
και να χαζεύουνε τον δρόμο όλη μέρα −
τη γριούλα που πρωί πρωί σκουπίζει την αυλή της,
το κάρο με το άλογο και τη σημαία κουρέλι,
παλιά τρακτέρ που, ασθμαίνοντας,
πάνε για να ραντίσουν,
αντίκρυ, τους αργόσχολους στην καφετέριά τους,
και κάτι εργάτες σιωπηλούς στο αργοσχόλασμά τους.
θα ’χαν κι εκείνοι άρωμα,
Από την ενότητα
«Δυο λεπτά απ’ την Πατρίδα»
Μονίμως την επιγραφή ν’ αλλάξει λησμονούσε
(όχι μονάχα όταν «Κλειστόν» είχεν το μαγαζί
αλλά και όποτε «Ανοικτόν» −
κι εντός τού καταστήματος αυτός, αφηρημένος).
ήταν, για την ακρίβεια, «Δίπλα»: εις τον βαρβέρην,
ενός πλανόδιου συντροφιά υπό βροχήν, συχνά δε
εις την «Επιδιορθώσεις ενδυμάτων» ζωντοχήραν
κι άλλες εις τα «Λαχεία» φορές, πελάτες τον ευρίσκαν.
όλοι, πως ήταν άνθρωπος, είπανε, νοικοκύρης·
μα σαν τον ακολούθησεν ο μαγαζάτοράς μας
μειδιούσαν, ενθυμούμενοι το «Επιστρέφω αμέσως».
Από την ενότητα
«Αλγόριθμοι θανάτου»
27 ποιήματα. 27 αφηγήσεις, φαινομενικά
ασύνδετες μεταξύ τους. Και όμως, έχουν κάτι κοινό: ένα
τουλάχιστον μ έ σ ο, έμβιο είτε άψυχο, σε κάθε ιστορία, κάτι που έχει τη
δυνατότητα να ίπταται ή να σκαρφαλώνει, είναι επιφορτισμένο από το ποιητικό
υποκείμενο να του μεταφέρει, ως άβαταρ (ή προέκτασή του), ιδωμένη από ψηλά, μία
εικόνα.
27 εικόνες. 27 ψηφίδες· συναρμοσμένες, προοικονομούν την κάτοψη της φθοράς που συντελείται.
(από την έκδοση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου