Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2022

Δομήνικος Λυκαίος, "Πέντε ποιήματα"





Πάλι στη θέση σου κάθομαι απόψε στο τραπέζι, προσπαθώντας να καλύψω το κενό του ονείρου που έσβησε πριν ακόμη ξημερώσει. Τα μάτια μου σφαλίζω, να μην αντικρίσω την ψυχή σου που δραπετεύει ξανά απόψε σαν κλέφτης, μα που οικειοθελώς, όλα του τα έδωσα. Τίποτα δε κράτησα για την ορφάνια μου, αφού εσύ μονάχα ήσουν για μένα πατρίδα και ουρανός. Αδιατάραχτη η καρδιά μου στέκει και θεωρεί το τίποτα. Γράφει δίχως πένα, μα τα σύννεφα πυκνώνουν και η βροχή ξεθωριάζει τα χνάρια της ευτυχίας.


 *  *  *

 

Κυνηγώντας το ηλιοβασίλεμα, η ώρα πέρασε, και στάθηκα σαν αναίσθητος να κοιτάζω τη βροχή που ακολούθησε χαϊδεύοντας της ασφάλτου τις ρυτίδες.

Εσύ κάπου οδηγάς, και εγώ χαμένος βρίσκομαι ακολουθώντας σε, στο αδιέξοδο που αφήνεις καθώς περνάς.

Είναι Κυριακή, ας τη χαραμίσω όπως τόσες άλλες, να περιμένω των αισθήσεων την αγκαλιά, δεν πειράζει αν ποτέ δεν έρθει.

Ένα λουλούδι στην άκρη του πεζόδρομου ξεπλήρωσε το χρέος του να ανθίσει, ίσως είναι αρκετό. Πάλεψε πολύ με τα αστόχαστα βήματα, με τα ζαλισμένα παπούτσια των ξενύχτηδων. Μονάχα όσοι περπατούν με το βλέμμα χαμηλωμένο, προσέχουν μη βλάψουν κάτι στο διάβα τους.

Αυτή είναι λοιπόν η φυσική διαδικασία της ομορφιάς, η θλίψη, η απογοήτευση, η μοναξιά, κάνει τα λουλούδια να ανθίζουν.


 *  *  *


Τυλιγμένος κάτω από δυο μάλλινες κουβέρτες, χαζεύω την υγρασία όπως γλιστράει στου παραθύρου το γυαλί. Έξω, η νύχτα αγκαλιάζει τα γυμνά κλαδιά, και οι διαβάτες κρύφτηκαν στα στενά δρομάκια. Έρημο το φεγγάρι προσδίδει μια αχνή λάμψη καθώς αιωρείται μέσα στα σύννεφα. Έτσι βλέπω τη νύχτα γύρω μου απόψε. Έτσι την αισθάνομαι στην καρδιά, παγερή, ασυγκίνητη, ατελεύτητη. Σιγή επικρατεί, τα νυχτοπούλια παρακολουθούν σαν σκοποί παρέχοντας συντροφιά στο γυμνό από φύλλα δέντρο. Είναι αργά, το ρολόι ηχεί επίμονα με αυθάδεια στο κενό χώρο γύρω μου, κρυώνω, και ο χρόνος έχει κολλήσει κάπου ανάμεσα στη νοσταλγία και την αμνησία.


*  *  *


Βυθισμένος στης ματαιότητας την αγκαλιά και απόψε το βράδυ. Αν με κρατάει κάτι σε απόσταση από του φόβου τα νύχια, αυτό είναι μονάχα μια προσευχή που στα βιαστικά και σαν από καθήκον έψαλα, εμπρός σε μια εικόνα της Αχειροποιήτου. Έστω και σαν αγγαρεία αισθάνομαι κάποια γαλήνη.

 

 *  *  *


Πόσες και πόσες νύχτες μακρινές

Στου μπαλκονιού σου από κάτω μέτραγα τις ώρες

Λαχταρούσα του ίσκιου σου να αντίκριζα το φως

Πάντα κρυμμένος κει κοντά σα μέτραγα τις μπόρες

Και τη ψυχή μου έλουζε ο καημός.


Οι κυριακάτικες στιγμές πολύτιμα πετράδια

Στου λιμανιού την αγκαλιά απ’ τους κυματοθραύστες

Η μυρωδιά σου χάραζε μες τη καρδιά σημάδια

Κι ο φάρος σα μάνα έστεκε πάνω απ’ τους γεροναύτες.





Δομήνικος Λυκαίος



Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: «Edinburgh: the Dean» by James Patterson.
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου