Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2022

Κατερίνα Γαϊτάνου, "Μνημόσυνο"



 
ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ


    Το σαλόνι λουζόταν από άπλετο φως, χρυσές λωρίδες οκτωβριάτικου ήλιου στο απόγειό του. Έπαιζαν με τις σκιές πάνω στην κουρτίνα, με τα τυχαία σχήματα άλλοτε να μακραίνουν κι άλλοτε να γίνονται μικρά, το γνωστό παιχνίδι. Με κανένα νόημα, κανέναν συγκεκριμένο σκοπό, κοιτάζεις ακολουθώντας την κίνηση, μέχρι να βαρεθείς.
     Αυτά όμως είναι και τα αληθινά παιχνίδια. Δε χρειάζονται διαφημιστή ή χορηγό για να πουλήσουν. Έχουν ρυθμό, δεν έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο, τα κάνεις εσύ ό,τι θέλεις με τον νου σου. Αντίπαλος μπορεί να είναι μόνο ο εαυτός σου. Μεγαλώνει το σχήμα στην κουρτίνα; Νικάς εσύ. Μικραίνει; Σε προσπερνά ο εαυτός σου. Μεγαλώνει πάλι; Ορίστε, ξανά εσύ μπροστά. Μίκρυνε; Τσουπ, πάλι μπροστά ο άλλος. Για όση ώρα αποφασίσεις εσύ. Αναλόγως με το ποιος θέλεις να νικήσει.
    Προς το παρόν κερδίζω, γιατί τα μεγάλα σχήματα είναι πιο πολλά από τα μικρά. Κοιτάζω προσπαθώντας να εντοπίσω αν παίζει και κάποιος άλλος το ίδιο παιχνίδι, όμως κανείς δε φαίνεται να ασχολείται με την κουρτίνα. Έξω από το παιχνίδι μου απουσιάζει κι ο ρυθμός. Πορσελάνινα φλυτζάνια που ακουμπούν στο πιατάκι του καφέ, πού και πού κανένα σχόλιο για τα καθημερινά, βήματα που πλησιάζουν κι απομακρύνονται. Σε τυχαία όμως σειρά. Εδώ έξω μάλλον κερδίζει η σιωπή, μιας και επικρατεί τον περισσότερο χρόνο.
    Η σιωπή προσφέρει ασφάλεια. Κι οι άνθρωποι χρειάζονται να νιώθουν ασφαλείς, ειδικά σε ένα μνημόσυνο.
    Ξαφνικά θυμάμαι ότι έχω αφήσει τα παράθυρα του δωματίου μου ανοιχτά πολλή ώρα, κι η σκέψη με διακόπτει προσωρινά από το παιχνίδι. Εδώ, χωρίς τις κουρτίνες, το φως κι ο αέρας προδίδουν την εποχή. Κάποτε ονειρεύτηκα ότι είχε πηδήξει μέσα από το ακριανό παράθυρο ένα μικρό γυφτάκι από το απέναντι σπίτι. Πώς τα κατάφερε; Τι ήθελε; Τα όνειρα δε δίνουν απαντήσεις.
    Επιστρέφω στο σαλόνι. Η θέση μου είναι πιασμένη από κάποιον μακρινό συγγενή που μπήκε πριν λίγο. Με θυμάται μικρή, εγώ πάλι όχι. Όμως είναι πάντα κάπως παρήγορο να σε θυμούνται άνθρωποι που εσύ νομίζεις ότι τους βλέπεις για πρώτη φορά, βεβαιώνει ότι υπήρξες και στο πριν. Με ρωτάει κάτι για τη δουλειά, του απαντώ με δυο-τρεις φράσεις. Xαμογελά βουρκωμένος. Ή μπορεί να είναι τα μάτια του υγρά λόγω ηλικίας. Από μια ηλικία και μετά τα μάτια είναι μονίμως υγρά, έτσι δεν είναι;
    Ακούω τη θεία Καίτη να περιγράφει τη συνταγή για βασιλόπιτα. Θυμάται όλες τις λεπτομέρειες απ’ έξω, πόση ζάχαρη, πόση ώρα στο φούρνο, το σωστό ταψί. Η μαμά πάντα έλεγε ότι η ζαχαροπλαστική είναι πολύ πιο δύσκολη από τη μαγειρική. Λίγο να κάνεις λάθος στη δόση ενός υλικού και το γλυκό καταστράφηκε. Οι γυναίκες της μάζωξης παρακολουθούν με προσοχή, βρίσκουν τη συνταγή ενδιαφέρουσα.
   Έχει περάσει ένας χρόνος. Όλοι λένε, «ω, μα πότε πέρασε ένας χρόνος!» και πράγματι μοιάζει λιγότερο. Πολύ λιγότερο. Η αλήθεια δε βρίσκεται κάπου στη μέση εδώ. Η αλήθεια είναι ότι ο χρόνος δεν πέρασε καθόλου από τότε. Σταμάτησε εκεί, στο σημείο που συνέβη ο θάνατος. Πάντα εκεί σταματάει, και γι’ αυτόν που πεθαίνει και για εμάς που είμαστε μάρτυρες της αποχώρησής του. Κλειδώνει όλα τα πριν και τα μετά σε μία μόνο στιγμή, την τελευταία. Και σου δίνει την εντύπωση ότι συνεχίζει να κυλά κανονικά απλά και μόνο επειδή οι μέρες και οι νύχτες επαναλαμβάνονται με τον ίδιο ρυθμό.
     Αυτά σκέφτομαι καθώς οι άνθρωποι γύρω μου προσπαθούν να πείσουν τους εαυτούς τους ότι δεν κινδυνεύουν στο εδώ και στο τώρα.
    Στο παιχνίδι με την κουρτίνα αποφασίζω τελικά ότι είμαι με τον άλλον κι έχω ηττηθεί.


Κατερίνα Γαϊτάνου




Από τη συλλογή διηγημάτων «Κάμερα», εκδ. Ελκυστής, 2021.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου