Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2022

Ασημίνα Λαμπράκου, "...που λες κυρ επίσημέ μου..."




...που λες κυρ επίσημέ μου...


...τι είμαι ’γώ; Μια γυναίκα είμαι, μια απλή γυναίκα είμαι κομματάκι αλλοπαρμένη βέβαια, να το παραδεχτώ. Γιατί τι άλλο μπορεί νάναι ένας άνθρωπος που πλένοντας τις κατσαρόλες και τα ταψιά του εμπνέεται στίχους και γράφει ποιήματα και ιστορίες;
     Να, που λες, εκεί, τ’ απογέματα όπως πλησιάζω το νεροχύτη με το βαρύ του φορτίο, κάνω μια κλατς κι ανοίγω και το ραδιοφωνάκι πίσω μου, πάνω στο τραπέζι. Αναλογικό το ραδιόφωνο, μη φανταστείς τίποτε μεγαλεία ψηφιακά κι άλλα τέτοια των σύγχρονων τεχνολογιών. Αναλογικό και χάνει τον σταθμό στο πρώτο σκούντημα. Σε δουλειά να βρίσκονται τα δάχτυλα να ψάχνουν, μην πάθουν κι αγκύλωση από τη μονομέρεια στις κινήσεις του πληκτρολογίου…
     Μια από ’κείνες τις φορές, που λες κυρ επίσημε, όπως ξεσάλωνε η σκέψη μου πάνω από τα ταψιά κι έστηνα τον στίχο, πάει και χάθηκε ο σταθμός που έπαιζε από καιρό στα ερτζιανά μου. Πάει κι η φωνή του Οδυσσέα μαζί. Πάν’ κι οι εμπνεύσεις. Μαύρη μοναξιά έπεσε εντός μου. Σώθηκε το κέφι μου. Μαυρίσανε οι σκέψεις. Το ’ριξα στις αναλύσεις ξεχνώντας τις ποιήσεις. Έτσι λοιπόν, όπως καθάριζα μια μέρα κρεμμύδια για τα φασολάκια μου, σιγά μην τα φάνε!, εγώ πάντως τα μαγειρεύω..., μια σκέψη καλοκάθησε στο μυαλό μου. Πως και καλά η οικονομία είναι σαν το ντιβάνι της θειας της Μαριγούλας.

Πάνω στον ενθουσιασμό, παρατάω τα κρεμμύδια και το γράφω στον φίλο μου τον Σωτήρη. Πώς σιγά τον φίλο, κυρ Παπακωνσταντίνου; Καλύτεροι νομίζεις είναι οι …απέξω;
     Του το λέω λοιπόν για το ντιβάνι της θειας της Μαριγούλας και την οικονομία, κι αυτός τι μου απαντάει θαρρείς; Πως θεωρεί ανεπίτρεπτο για τον  ίδιο να γνωρίζει το ντιβάνι της θειας της Μαριγούλας και τι θα πει ο μπαρμπΑλέκος άμα μάθει πως γνωρίζει το ντιβάνι της θειας;… Όχι! Όχι! Δεν είναι θεια του Σωτήρη, μήτε δική μου θεια η Μαριγούλα. Έτσι φωνάζαμε τους μεγάλους στα χωριά μας, κυρ της οικονομίας μας. Καλά! εσύ χωριό δεν έχεις; Εμ, τότε τι ρωτάς;
     Είπε αυτά που λες ο Σωτήρης μα έπειτα απόσωσε να κάνει την πάπια κι είπε πως εικάζει [είδες λέξη ο φίλος μου, κυρ Παπακωνσταντίνου; Εσύ θα την σκεφτόσουν;], εικάζει που λες, πως θα έχει επάνω του μια κουρελού χιλιομπαλωμένη, που η θειά αλλά και οι γειτόνισσες κάνουν ότι δεν βλέπουν τα μπαλώματα και τις τρύπες και θέλουν να την παρουσιάσουν για πράγμα “τεφαρίκι” και θέλουν να παίρνουν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι για να σκεπαστούν και ξεχνάνε πως κάθε που παίρνουν αυτές κομμάτι, ο μπαρμπΑλέκος μένει ξεσκέπαστος και πιο πολύ ο …απαυτός του, με αποτέλεσμα να βλέπει αντί για όνειρα, εφιάλτες!!

Εφιάλτες δεν έβλεπε ο μπαρμπΑλέκος, κυρ επίσημέ μου, αλλά τι να πει κι αυτός στη Μαριγούλα που κάθε που έσερνε αεράκι από την σκεβρωμένη πόρτα του σπιτιού και τον ακουμπούσε στον απαυτό του, νόμιζε ο δόλιος πως ήτανε χάδι απ’ το χεράκι της Αγγέλως του μανάβη, της κόρης του μπαρμπα-Μήτσου να σε χαρώ, που την έβλεπε ο θειος τα μεσημέρια να νίβεται στη βρύση της αυλής και να περνά τα δάχτυλα βαθειά στο ντεκολτέ να δροσίζεται κι ύστερα να γυροφέρνει τις πλεξούδες της να τις δροσίζει κι αυτές με το νερό απ’ το βρυσάκι, όμοιο με τα βρυσάκια απ’ τα μάτια της, σαν τις ελιές μαύρα, όμοια κι η ίδια με την Μαριγούλα του όταν νιά τον πιλάτευε με τα νάζια και τα καμώματά της να τόνε φέρει κοντά της. Και πως πεθυμούσε ο μπαρμπΑλέκος ν’ απλώσει το χέρι ν’ αγγίξει τις πλεξούδες της Αγγέλως, νιος να γίνει πάλε όπως στ’ όνειρά του, κύριος και νοικοκύρης, στητός κι υπερήφανος, με το βιος και τα καλά του, κανείς δε θα το μάθει. Γι’ αυτό, ούτε που τον ένοιαζε που το ντιβάνι του είχε κουρελού χιλιομπαλωμένη και την σέρναν οι γυναίκες, κ’ η δικιά του μαζί, να σκεπάσουν το στρώμα το τρύπιο κι αυτός κρύωνε. Αρκεί μ’ όλα τούτα να κερδίσει τη νια, την κόρη του μπαρμπα-Μήτσου.

Αυτά είχε κατά νου ο θειος κι ούτε που τα μαρτύραγε μόνο που έκανε τα σχέδια του να τα φτάσει.
     Κύλαγε όμως ο καιρός, η Αγγέλω μεγάλωνε, κι ο θειος κι η Μαριγούλα μεγάλωναν κι αυτοί αλλά από ηλικία. Η Αγγέλω όχι μόνο από ηλικία.
     Ψηλομύτα γινόταν η Αγγέλω καθώς μεγάλωνε· αυστηρή και ακατάδεχτη. Μα πάνω απ’ όλα εύθικτη. Κι όπως όλα τα χρόνια καταλάβαινε τα βλέμματα του μπαρμπΑλέκου, σαν έβγαινε τα μεσημέρια να δροσιστεί στη βρυσούλα της αυλής, θέλησε μια μέρα να τον εκδικηθεί για την ντροπή που την έκανε να νοιώθει κι ας ήταν το θηλυκό πρώτο που τον προκαλούσε με τις κινήσεις που γινόντουσαν επίτηδες για να κερδίζει τον θαυμασμό του γέρου.
     Μπούκαρε, που λες κυρ Παπακωνσταντίνου μου, μια μέρα των ημερών η Αγγέλω στο σπιτάκι του θειου και της Μαριγούλας, απροσκάλεστη όπως συνηθίζεται στα χωριά. Απόσωσαν τις καλημέρες, τα λόγια τα πολλά, τις καλοσύνες, ρίχνει η Αγγέλω μια ματιά τριγύρω σα να επιθεωρεί κι αρχίζει την κουβέντα για το ντιβάνι της κάμαρης. Πως και καλά δεν είναι στρωμένο εντάξει και πως έτσι κι όχι αλλιώς κ’ η κουρελού και που τη βρήκαν, τα μπαλώματα και πώς τα κάναν και δίνει μια η Αγγέλω και τραβά την κουρελού κι ορμήσανε οι τρύπες απ’ το στρώμα να χάσκουν έτοιμες να τους φάνε με στόματα ξεδοντιάρικα στραβά. Αποπληξία της ήρθε της Μαριγώς, ο μπαρμπΑλέκος ένοιωσε τα γόνατά του να λύνονται. Καρδιακό νόμισε του ήρθε.
     Μη φανταστείς όμως από ντροπή μ’ απ’ την αγωνία μη κι η Αγγέλω δει τις λύρες πο’ ’χαν κρυμμένες στο στρώμα. Γιατί κυρ επίσημέ μου, τα χούγια συνοδεύουν τον λαό κι ο λαός τα τιμά και τράπεζα πιο καλή απ’ το σπιτικό και το στρώμα του, ο κόσμος δε θα βρει. Τα ξέρεις…
   Μα η Αγγέλω, παρά το μεγάλωμα, την εξυπνάδα μισή την είχε, κι ούτε που παρατήρησε τίποτα, μόνο απ’ ανάγκη να τον προσβάλει τον μπάρμπα, κοίτα μπαρμπΑλέκο, τούπε, την άλλην την φορά που θάρθω, νάχεις βάλει την καλή την κουρελού στο ντιβάνι. Εκείνη που σου χάρισε ο μπάρμπας μου ο Μήτσος να σε χαρώ, στο γάμο σου, είπε και βγήκε από την σκεβρωμένη πόρτα σέρνοντας απειλητικά τις παντούφλες της στο μωσαϊκό.

Γύρισε ο μπάρμπας ο Αλέκος κι αγκάλιασε τη Μαριγούλα κι ένοιωσε μια ζέστα να τον διαπερνά πούχε ξεχασμένη. Άφησε μισή την κουβέντα του πώς και τι θα κάνανε να βρουν την κουρελού, το δώρο του γείτονα στο γάμο τους, –την είχαν πουλήσει βλέπεις,– κι έμεινε να χαϊδεύει το γερασμένο πρόσωπο της Μαριγώς του αναριγώντας στ’ αεράκι πο’ ’μπαινε από την σκεβρωμένη πόρτα του "αρχοντικού" τους.




Από τη συλλογή διηγημάτων «θα αγαπήσεις κι εμένα σήμερα;», Αθήνα 2022.


Έτος πρώτης γραφής: 2010
Αφορμή μια ανάρτηση του Σωτήρη Κανελλόπουλου στο δικό του blog που, πάντα και κυρίως, πάλευε με τα της οικονομίας
Υπουργός Οικονομίας, τότε, ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου
Πιάστηκα λοιπόν από τα του Σωτήρη κι άνοιξα κουβέντα με τον κυρ επίσημο… Από κοντά κι ο Σωτήρης
Πρώτη δημοσίευση στο blog: filoumena.blogspot.com
Εδώ και στη συλλογή με λίγες διορθώσεις

Αφιερωμένο με τιμή και σεβασμό, στη μνήμη του Σωτήρη Κανελλόπουλου του Χρήστου, ότι εκείνος ήταν που έδωσε το έναυσμα, αλλά και για την χρόνων στήριξη και φιλία στο διαδίκτυο.

Ασημίνα Λαμπράκου




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου