Να, που λες, εκεί, τ’ απογέματα όπως πλησιάζω το νεροχύτη με το βαρύ του φορτίο, κάνω μια κλατς κι ανοίγω και το ραδιοφωνάκι πίσω μου, πάνω στο τραπέζι. Αναλογικό το ραδιόφωνο, μη φανταστείς τίποτε μεγαλεία ψηφιακά κι άλλα τέτοια των σύγχρονων τεχνολογιών. Αναλογικό και χάνει τον σταθμό στο πρώτο σκούντημα. Σε δουλειά να βρίσκονται τα δάχτυλα να ψάχνουν, μην πάθουν κι αγκύλωση από τη μονομέρεια στις κινήσεις του πληκτρολογίου…
Μια από ’κείνες τις φορές, που λες κυρ επίσημε, όπως ξεσάλωνε η σκέψη μου πάνω από τα ταψιά κι έστηνα τον στίχο, πάει και χάθηκε ο σταθμός που έπαιζε από καιρό στα ερτζιανά μου. Πάει κι η φωνή του Οδυσσέα μαζί. Πάν’ κι οι εμπνεύσεις. Μαύρη μοναξιά έπεσε εντός μου. Σώθηκε το κέφι μου. Μαυρίσανε οι σκέψεις. Το ’ριξα στις αναλύσεις ξεχνώντας τις ποιήσεις. Έτσι λοιπόν, όπως καθάριζα μια μέρα κρεμμύδια για τα φασολάκια μου, σιγά μην τα φάνε!, εγώ πάντως τα μαγειρεύω..., μια σκέψη καλοκάθησε στο μυαλό μου. Πως και καλά η οικονομία είναι σαν το ντιβάνι της θειας της Μαριγούλας.
Του το λέω λοιπόν για το ντιβάνι της θειας της Μαριγούλας και την οικονομία, κι αυτός τι μου απαντάει θαρρείς; Πως θεωρεί ανεπίτρεπτο για τον ίδιο να γνωρίζει το ντιβάνι της θειας της Μαριγούλας και τι θα πει ο μπαρμπΑλέκος άμα μάθει πως γνωρίζει το ντιβάνι της θειας;… Όχι! Όχι! Δεν είναι θεια του Σωτήρη, μήτε δική μου θεια η Μαριγούλα. Έτσι φωνάζαμε τους μεγάλους στα χωριά μας, κυρ της οικονομίας μας. Καλά! εσύ χωριό δεν έχεις; Εμ, τότε τι ρωτάς;
Είπε αυτά που λες ο Σωτήρης μα έπειτα απόσωσε να κάνει την πάπια κι είπε πως εικάζει [είδες λέξη ο φίλος μου, κυρ Παπακωνσταντίνου; Εσύ θα την σκεφτόσουν;], εικάζει που λες, πως θα έχει επάνω του μια κουρελού χιλιομπαλωμένη, που η θειά αλλά και οι γειτόνισσες κάνουν ότι δεν βλέπουν τα μπαλώματα και τις τρύπες και θέλουν να την παρουσιάσουν για πράγμα “τεφαρίκι” και θέλουν να παίρνουν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι για να σκεπαστούν και ξεχνάνε πως κάθε που παίρνουν αυτές κομμάτι, ο μπαρμπΑλέκος μένει ξεσκέπαστος και πιο πολύ ο …απαυτός του, με αποτέλεσμα να βλέπει αντί για όνειρα, εφιάλτες!!
Κύλαγε όμως ο καιρός, η Αγγέλω μεγάλωνε, κι ο θειος κι η Μαριγούλα μεγάλωναν κι αυτοί αλλά από ηλικία. Η Αγγέλω όχι μόνο από ηλικία.
Ψηλομύτα γινόταν η Αγγέλω καθώς μεγάλωνε· αυστηρή και ακατάδεχτη. Μα πάνω απ’ όλα εύθικτη. Κι όπως όλα τα χρόνια καταλάβαινε τα βλέμματα του μπαρμπΑλέκου, σαν έβγαινε τα μεσημέρια να δροσιστεί στη βρυσούλα της αυλής, θέλησε μια μέρα να τον εκδικηθεί για την ντροπή που την έκανε να νοιώθει κι ας ήταν το θηλυκό πρώτο που τον προκαλούσε με τις κινήσεις που γινόντουσαν επίτηδες για να κερδίζει τον θαυμασμό του γέρου.
Μπούκαρε, που λες κυρ Παπακωνσταντίνου μου, μια μέρα των ημερών η Αγγέλω στο σπιτάκι του θειου και της Μαριγούλας, απροσκάλεστη όπως συνηθίζεται στα χωριά. Απόσωσαν τις καλημέρες, τα λόγια τα πολλά, τις καλοσύνες, ρίχνει η Αγγέλω μια ματιά τριγύρω σα να επιθεωρεί κι αρχίζει την κουβέντα για το ντιβάνι της κάμαρης. Πως και καλά δεν είναι στρωμένο εντάξει και πως έτσι κι όχι αλλιώς κ’ η κουρελού και που τη βρήκαν, τα μπαλώματα και πώς τα κάναν και δίνει μια η Αγγέλω και τραβά την κουρελού κι ορμήσανε οι τρύπες απ’ το στρώμα να χάσκουν έτοιμες να τους φάνε με στόματα ξεδοντιάρικα στραβά. Αποπληξία της ήρθε της Μαριγώς, ο μπαρμπΑλέκος ένοιωσε τα γόνατά του να λύνονται. Καρδιακό νόμισε του ήρθε.
Μη φανταστείς όμως από ντροπή μ’ απ’ την αγωνία μη κι η Αγγέλω δει τις λύρες πο’ ’χαν κρυμμένες στο στρώμα. Γιατί κυρ επίσημέ μου, τα χούγια συνοδεύουν τον λαό κι ο λαός τα τιμά και τράπεζα πιο καλή απ’ το σπιτικό και το στρώμα του, ο κόσμος δε θα βρει. Τα ξέρεις…
Μα η Αγγέλω, παρά το μεγάλωμα, την εξυπνάδα μισή την είχε, κι ούτε που παρατήρησε τίποτα, μόνο απ’ ανάγκη να τον προσβάλει τον μπάρμπα, κοίτα μπαρμπΑλέκο, τούπε, την άλλην την φορά που θάρθω, νάχεις βάλει την καλή την κουρελού στο ντιβάνι. Εκείνη που σου χάρισε ο μπάρμπας μου ο Μήτσος να σε χαρώ, στο γάμο σου, είπε και βγήκε από την σκεβρωμένη πόρτα σέρνοντας απειλητικά τις παντούφλες της στο μωσαϊκό.
Αφορμή μια ανάρτηση του Σωτήρη Κανελλόπουλου στο δικό του blog που, πάντα και κυρίως, πάλευε με τα της οικονομίας
Υπουργός Οικονομίας, τότε, ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου
Πιάστηκα λοιπόν από τα του Σωτήρη κι άνοιξα κουβέντα με τον κυρ επίσημο… Από κοντά κι ο Σωτήρης
Πρώτη δημοσίευση στο blog: filoumena.blogspot.com
Εδώ και στη συλλογή με λίγες διορθώσεις
Ασημίνα Λαμπράκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου