Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022

Wilfred Owen, "Δύο ποιήματα" (μετάφραση - επίμετρο: Μαρίκα Συμεωνίδου)





Dulce et decorum est


Bent double, like old beggars under sacks,
Knock-kneed, coughing like hags, we cursed through sludge,
Till on the haunting flares we turned our backs
And towards our distant rest began to trudge.
Men marched asleep. Many had lost their boots
But limped on, blood-shod. All went lame; all blind;
Drunk with fatigue; deaf even to the hoots
Of tired, outstripped Five-Nines that dropped behind.
Gas! Gas! Quick, boys! – An ecstasy of fumbling,
Fitting the clumsy helmets just in time;
But someone still was yelling out and stumbling,
And flound’ring like a man in fire or lime …
Dim, through the misty panes and thick green light,
As under a green sea, I saw him drowning.
In all my dreams, before my helpless sight,
He plunges at me, guttering, choking, drowning.
If in some smothering dreams you too could pace
Behind the wagon that we flung him in,
And watch the white eyes writhing in his face,
His hanging face, like a devil’s sick of sin;
If you could hear, at every jolt, the blood
Come gargling from the froth-corrupted lungs,
Obscene as cancer, bitter as the cud
Of vile, incurable sores on innocent tongues,
My friend, you would not tell with such high zest
To children ardent for some desperate glory,
The old Lie: Dulce et Decorum est
Pro patria mori.




ΓΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ EINAI Ο ΘΑΝΑΤΟΣ


Σκυφτοί δυο δυο, σαν γέροι ζητιάνοι πίσω από σακιά,
Στραβοκάνηδες, βήχουμε σαν παλιόγριες, καταραμένοι μέσα στη λάσπη,
Βαδίζουμε με κόπο, άγρυπνοι, με την πλάτη στις φωτοβολίδες αναγνώρισης
Στα μετόπισθεν.
Πολλοί έχοντας χάσει τις μπότες τους, άλλοι πληγωμένοι, άλλοι εξαντλημένοι
άλλοι τυφλοί, κουρασμένοι, κωφοί ακόμα και στις οβίδες, χωρίς ανάσα ξεκούρασης
Κινούμαστε αργά.
Αέριο! Αέριο! Γρήγορα τις μάσκες αγόρια!
Πανικός να προλάβεις να τις φορέσεις
Ένας μόνο ουρλιάζει ακόμα και πέφτει
Σπαρταρώντας σα να βρισκόταν σε φωτιά ή ασβέστη
Ανάθεμα, μέσα στα θολά γυαλιά της μάσκας και στο λεπτό πράσινο φως
Φαίνεται σαν να πνίγεται σ’ ένα πράσινο βυθό.
Σε όλα μου τα όνειρα, πριν την αδύναμη όραση
Με βυθίζει, σπαρταρώντας, ασφυκτιώντας, πνίγομαι
Αν σε κάποιο από τους εφιάλτες, μπορούσες να ακολουθήσεις
το κάρο που τον μετέφερε
θωρώντας τα λευκά του μάτια να σκίζουν το πρόσωπο,
να κρέμεται το κεφάλι λες και ο διάολος αναζητά την αμαρτία
Αν μπορούσες ν’ ακούσεις, σε κάθε τίναγμα, το αίμα
Γάργαρα προς τους πνεύμονες να ανεβαίνει
Σαν καρκίνος αισχρό, σαν φλέμα πικρό,
Αποτρόπαιες, ανίατες πληγές σε αθώες γλώσσες
Με τόση ζέση φίλε μου δε θα ’λεγες
στο διψασμένα για μια στάλα δόξα παιδιά
το αρχαίο ψέμα: ΓΛΥΚΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΑ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ.


*   *   *



Futility


Move him into the sun—
Gently its touch awoke him once,
At home, whispering of fields half-sown.
Always it woke him, even in France,
Until this morning and this snow.
If anything might rouse him now
The kind old sun will know.

Think how it wakes the seeds—
Woke once the clays of a cold star.
Are limbs, so dear-achieved, are sides
Full-nerved, still warm, too hard to stir?
Was it for this the clay grew tall?
—O what made fatuous sunbeams toil
To break earth’s sleep at all?




Ματαιότης


Φέρτε τον στον ήλιο –
Ευγενικά τ’ άγγιγμά του κάποτε τον ξύπνησε,
στο σπίτι, μισοθερισμένοι αγροί ψιθύριζαν.
Πάντα τον ξυπνούσε αυτός, ακόμα και στην Γαλλία
μέχρι αυτό το πρωινό, αυτό το χιόνι.
Αν μπορεί κάτι να τον αναστήσει τώρα
ο σοφός ήλιος ξέρει.
 
Σκέψου πώς ανθίζει τους σπόρους —
κάποτε ξυπνά το σώμα ενός παγωμένου αστεριού.
Να ’ναι τα άκρα, τα καλοκαμωμένα, οι πλευρές
Τόσο νευρώδη, τόσο ζεστά, πολύ δύσκολα να ξεκολλήσουν;
Γι’ αυτό λοιπόν στάθηκε τούτο το σώμα ψηλά;
— Ω τι ήταν αυτό που έκανε τις ηλιαχτίδες να μπουν μάταια στον κόπο
να διακόψουν της γης τον ύπνο άραγε;



Μετάφραση Μαρίκα Συμεωνίδου




Επίμετρο

Ο Wilfred Edward Salter Owen (18 Μαρτίου 1893 - 4 Νοεμβρίου 1918), ήταν Άγγλος ποιητής και στρατιωτικός. Πολέμησε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στα ποιήματά του μιλά ως ένας στρατιώτης ο οποίος έχει πλήρη συνείδηση ενός ατόμου που, μέσα στη δίνη του πολέμου και τη φρίκη των χαρακωμάτων, θρηνεί για τις ψυχές των νέων ανθρώπων που έχασαν η ζωή τους. Ο ίδιος μάλιστα υπήρξε ένας από αυτούς καθώς σκοτώθηκε μόλις μία εβδομάδα πριν την συνθηκολόγηση που σήμανε την λήξη του πολέμου.
Μόνο πέντε από τα ποιήματα του Όουεν δημοσιεύθηκαν ενόσω αυτός ζούσε. Τα περισσότερα εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του [Poems (1920), The Poems of Wilfred Owen (1931), The Collected Poems of Wilfred Owen (1963), The Complete Poems and Fragments (1983)].
Θεωρείται από πολλούς ως ένας από τους καλύτερους ποιητές του Μεγάλου Πολέμου και το έργο του άσκησε μεγάλη επιρροή στην λογοτεχνία, τον κινηματογράφο και την μουσική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου