ΜΕ ΤΟ ΔΕΞΙ ΣΤΑΥΡΩΝΟΜΑΙ
Στα σπλάχνα σου τίποτα δεν
ανθοφορεί, ούτε ένα κόκκινο αναρριχώμενο. Και αυτό ολόγυρα το φως − πώς να το
μεταλάβεις. Καλάμι σπάει τον Αύγουστο, σκοντάφτω στον ψαμμίτη σου, κι ούτε μια
μέλισσα να σε τρυγήσει. Σηκώνω το κεφάλι, με το δεξί σταυρώνομαι, μα στη
καμπύλη σου ο χρόνος μ’ αθωώνει. Παίρνεις το σμυριδόπανο, να τρίψεις τα
μελλούμενα. Θα τα φυσήξω ύστερα, να καθαρίσει το τοπίο.
Με μάτια άδεια σε θωρώ,
φεγγάρι, μάγια πόσα μου ’λυσες κι ούτε μια κόψη πάνω σου, δεν έχω να πιαστώ.
ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΨΕΜΑΤΑ
Κάτι απογεύματα που διψάς για βροχή ποτιστική, ορθώνεται στην πόλη μια σκιά. Ανθρώπου μοιάζει, λες − μήτε γυναίκα, μήτε άντρας. Έχει μια μυρωδιά από θειάφι, μια κοψιά γαλβανισμένη. Κατάστικτος ο ουρανός από ανθάκια κι εσύ απ’ την παλάμη να την σέρνεις. Μαζί ταΐζετε τα περιστέρια, κι εκεί που λες ξημέρωσε, μια γηραιά κυρία ένστολη ωρύεται ''ό,τι ψαρέψατε για σήμερα αρκεί, τις πεταλούδες σαν φωτίσει λευτερώστε, μην καψαλίσουν τα φτερά τους''.
Η σάρκα οσμίζεται τα
σιτηρά που καίγονται στον κάμπο και την απόχη παρατάει. ''Φεγγάρια κι άλλα
ψέματα'', ειρωνικά σου ψιθυρίζει, μόλις αρχίζει το ψιλόβροχο.
ΘΥΜΙΖΕΙ ΛΑΜΙΑ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Θυμίζει Λάμια το φεγγάρι −
ένα σφαγμένο πράγμα χαμηλά που ακόμα ανασαίνει. Σαν σώματα δεμένα οι θυμωνιές
με το σιτάρι. Να μην μπορεί να απλωθεί ούτε ένα χέρι, ένας λαιμός λευκός να
υψωθεί, να δει την χάση του στον ουρανό. Μια σκιά, μια πεταλούδα πριν γίνει
φως.
''Πουλί, πού παγιδεύτηκες
και τώρα πια κανείς δεν σε ακούει;''
''Στο αριστερό πλευρό δεν
κάνει να κοιμάσαι, γίνεται ζόρικη υπόθεση η αγάπη''.
Πώς φύσαγε το αεράκι στα
μαλλιά, πώς σκόρπιζε το σώμα στα αγριόχορτα, πώς γινόταν το κίτρινο γαλάζιο.
Αρχίζεις να θυμάσαι.
Πρώτη δημοσίευση
Από την υπό έκδοση ποιητική συλλογή «Φεγγάρια και άλλα ψέματα».
Υπέροχα, Ειρήνη!
ΑπάντησηΔιαγραφή