Παρασκευή 6 Αυγούστου 2021

Βύρων Λεοντάρης, "Μόνον διά της λύπης"





III


Κάτω απ’ τα ραγισμένα πεζοδρόμια δεν ήταν η αμμουδιά
– πίσσες σκουριά και χώμα και παλιά ηλεκτροφόρα σύρματα
μια ταραχή σαν όταν οι νεκροί γυρίζουν μπρούμυτα
κομμένα καλώδια τηλεφώνου που ριγούσαν κάποτε
απ’ την ερωτική περίπτυξη δυο απελπισμένων αριθμών μέσα
         στη νύχτα
το ξέρω, θέλεις να πεθάνεις γιατί δεν αντέχεις ν’ αγαπάς
ρίζες από δεντροστοιχίες που κόπηκαν
για να πλατύνει η Οδός, η λαιστρυγόνα Πλατυτέρα
κι ο απόηχος από βήματα που φεύγουν – γιατί βήματα που
         έρχονται δεν υπήρξαν ποτέ
κι ο γδούπος μιας σκιάς που πήδηξε απ’ τα μάτια μας όταν
         αρπάξαμε φωτιά
και την ποδοπατήσανε τ’ αποκαΐδια μας

Κάτω απ’ τα ραγισμένα πεζοδρόμια δεν ήταν η αμμουδιά
κάτω απ’ τα πεζοδρόμια δεν ήταν–
Γι’ αυτό είμαστε τόσο λυπημένοι
κι εσείς που βρήκατε τον θάνατο
κι εγώ που τον έχασα





VI


Κάπου εδώ τελειώνουν οι βασανισμένες μέρες
το άγριο λαχάνιασμα μες στις ψυχές των άλλων
και το σακάτεμα του νου στα αινίγματα της Σφίγγας

Γιατί λοιπόν να γίνομαι ξανά όλος θύμηση
και το κορμί γιατί ξανά κλεψύδρα αναστραμμένη
−το παραμιλητό της άμμου μες στις φλέβες

Κατηφορίζοντας το μονοπάτι για το χωνευτήρι
οι σκιές δε ζητάνε πια άλλο αίμα
στρέφουν το βλέμμα πίσω με εγκαρτέρηση ξέροντας πως θα
         γίνουν πέτρες
Ένα μετανιωμένο χαμόγελο η πλάση
κι αυτός ο πόνος δεν είναι γιατί χάνομαι αλλά γιατί ξεγίνομαι

Γέρο-σφυγμέ καλέ μου κουπολάτη,
η θάλασσα που παλεύαμε δεν υπήρξε ποτέ
μήτε οι μαχαιροβγάλτες άνεμοι κι οι μεθυσμένες νύχτες
μήτε η αμάχη των στοιχειών
σ’ ένα κενό χτυπιούνταν μανιασμένα τα κουπιά μας
σ’ ένα κενό πλήγιασαν οι ψυχές και τα κορμιά μας

…Στο Νο 44 έψαξα για την πόρτα
μα πόρτα πουθενά ουδέ κλειδωνιά ουδέ τοίχος ουδέ χώρος
         απτός
και μόνο το Κλειδί μετέωρο
δίχως ν’ αγγίζει που δίχως ν’ αγγίζεται
έστρεφε αργά και μάταια έστρεφε κι ατέλειωτα





VIII


Δεν είχα κιμωλία να σχεδιάσω την ψυχή μου
με άλφιτα σημείωσα γραμμές και σχήματα μιας μοίρας
μα πέσαν τα πουλιά και τα ’φαγαν και σβήσαν
Μη με ρωτάς μετά πώς έχτισα το αδιέξοδό μου
και πώς πορεύτηκα και πού πλανήθηκα στους ίδιους μου τους
         δρόμους
πόσες φορές σκόνταψα πάνω μου
με το κεφάλι στην καρδιά μπηγμένο

Ψυχόπολη
με τα θαμμένα ποτάμια και τα γκρεμισμένα κάστρα
με τις πλατείες που αλλάζουν σχήμα σαν τον κόκκινο λεκέ
         στη μπλούζα
Ψυχόπολη με τα στοιχειά με τις πυρές και τις αγχόνες
με το κλάμα που δαγκώνει τα μάνταλα στις πόρτες
γειτονιές επιτάφιοι με πόρνες ημερομηνίες στα παράθυρα
υπόγειοι σταθμοί με εριννύες κοπέλες
που τα χείλη τους έγιναν θρόισμα ξερόφυλλων εφημερίδων
νόμοι συνθήματα πραιτώρια φυλακές
νεκρόκηποι νεκρόκηποι νεκρόκηποι

Ανεξερεύνητο έγκλημα
εδώ περιπλανήθηκα
ανάμεσα στο φονιά και στους μελλοντικούς φονιάδες
φορώντας κατάσαρκα το μαύρο δίκιο μου
φτάνοντας από αγωνία σε αγωνία κι ως την υπέρτατη αγωνία
         του λογικού
με τη χειρωναξία του πνεύματος πασχίζοντας να ξαναβρώ
το αρχέτυπο σβησμένο σχέδιο
ώσπου με ξέκανε σε βρώμικα σοκάκια το τραγούδι...
 
μη ελπίσεις παρ’ εμού ούτε στίχους ούτε άλλο τι·
μόνον διά της λύπης είμαι εισέτι ποιητής





Από τη συλλογή «Μόνον διά της λύπης», εκδ. Σημειώσεις, Αθήνα 1976.
Πηγή: «Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία [Ποιήματα 1949-2006]», ύψιλον/βιβλία, 2017.

Στην εικόνα: anonymous, «A City of Fantasy» (mid 19th century).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου