Υπό ξένην σημαίαν
[1967]
Ακτή
[1969]
άφησε τη μοναξιά του στα τραγούδια
άφησε τους συντρόφους του σε μια σχεδία
έκοψε τα γένια του χαμογελάει σε όλους.
γιατί οι δικοί του είν’ ευτυχείς που τον κερδίσαν πάλι
γιατί το κύμα που ’ρθε κι έφυγε παίρνοντας τόση ζωή
αυτόν το γιο τον ακριβό τον ξέρασε πίσω στ’ ακρογιάλι.
κοντά στη μάνα του και τον πατέρα του έχασε την ψυχή του
εδώ δίπλα στη θάλασσα τον σάπισε το καλοκαίρι
κι η άμμος ήπιε τη φωνή του.
τους καιρούς;
Χάλασε κι η πυξίδα χαθήκαν οι προορισμοί
τα κύματα σηκώθηκαν ώς το μυαλό σβήσανε οι αιώνες
τόσες πατρίδες τόσες προσπάθειες μέσα μου καμένες.
άσ’ τους ανέμους και το τυφλό κρασί
το ματωμένο φως πάνω στα χείλη σου, το ψέμα κι η ομορφιά σου
πες μου το πάλι πως θα με θυμάσαι κι εγώ θα σε πιστέψω.
Βαρκελώνη
Αφιέρωμα κι αποχαιρετισμός
[1975]
μα ο τραγουδιστής είναι χρόνια τώρα πεθαμένος.
έτσι το παλιατζίδικο ξεχείλισε
λόγια του φωνογράφου και της πιάτσας
τιμόνια καραβιών που χάσανε τη θάλασσα.
εγώ δεν κάνω τουρισμό σβήσε το δέρμα σου
σβήσε τις έναστρές σου διαφημίσεις
δώσε μου μόνο τα μεσάνυχτα μαλλιά σου.
και τα ταξίδια τελειώνουνε μια μέρα
− γέρικα και κουτσά σκυλιά στο μονοπάτι
πάντα γυρίζουμε το σούρουπο στο σπίτι
Λόγια στην Καλυψώ
[1981]
η πιο γλυκειά μας ώρα
αυτή που κλαίει στον χωρισμό της σάρκας
και της μαδούν τα λόγια τούτα στο χαρτί
κλαράκι της αυγής και ποταμέ
σπαθί και γέλιο της αγάπης
Νόστιμον ήμαρ
[1988]
του έρωτα και του θανάτου άλλων εποχών
ιδέες ακραιφνείς της εφηβείας χρώματα
αλήτες των γλυκών νερών
νησιά ξεπουλημένα
νησιά νησιών μιμήσεις.
μέθυσο τσούρμο κι άμυαλα γεράματα
(πού να τα πίνει τώρα ο ραψωδός μου;
αχ! όλα μονάχος πρέπει να τα κάνω
μνήματα και ποιήματα
με σκάρτα υλικά και ξεπεσμένους τεχνίτες)
τι γύρευα λοιπόν σ’ αυτή την κρουαζιέρα;
κανείς δεν ξέρει πού τραβάμε κι όλοι τραγουδάμε.
νυχτώνει σ’ όλες τις ρυτίδες της φωνής μου
− σωπάστε πια ν’ ακούσουμε τη θάλασσα
Πηγή: «Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Ποιήματα (1962-2018)», εκδ. Πανοπτικόν 2020.
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου