τώρα που μόνος σου συναίνεσες στη συμφορά
και η θάλασσα λαμποκοπά και τα χωριά ερήμωσαν
πού νά ’βρεις το ξανθό του το κουφάρι
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη
και ταξιδεύαμε μαζί κι η πόλη έφεγγε
και το κατάστρωμα πλημμύριζε στη μουσική
κι η θάλασσα ήταν δική μας κι η στεριά
λουλούδιαζε σαν ανθισμένο περιβόλι
αν υποθέσουμε πως ταξιδεύαμε παντοτινά
κι η αγάπη σου ανάβλυζε μέσα στα μάτια –
καμιά αλλαγή στο αίμα δεν αντέχει
καθώς γυρίζω τ’ απογεύματα ολομόναχος
στην προκυμαία ή στο παλιό λιμάνι
αυτός ο τόπος ξέρω πως σ’ αγάπησε
συννεφιασμένη αγέλαστη εργατούπολη
στα χέρια ενός ανάλγητου εργοδότη
κι όλο βυθίζομαι μες στην ερειπωμένη όψη
Πηγή: «Νίκος - Αλέξης Ασλάνογλου, Ο δύσκολος θάνατος», Νεφέλη 2007.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου