Σάββατο 17 Ιουλίου 2021

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, "Μικρή περιήγηση"





II


Ανασαιμιά κρυφή κι η πρώτη ανάταση
πόσο ψηλά να ’ναι ακόμα ο ουρανός, πόσο τα σύννεφα;
Φωνή δειλή φωτιά που επύρωσε τα μάγουλα
λιανοτραγούδισμα δειλό τραύλισμα πρώτο.
Κι έπειτα κάτω στον γιαλό γυαλί η θάλασσα
σχήματα σχέδια ανάκατα στην άμμο.
Μεσοκαλόκαιρο φωτιά μάτια μισόκλειστα
κι η πέτρα που κυλίστηκε στο γαλανό της μεσοφόρι,
μετέωρη για μια στιγμή κρεμάστηκε.





V


(Κι έπειτα, ήρθες εσύ απ’ το “πουθενά”
κι ήταν εδώ το “πουθενά” ίσαμε νά ’ρθεις)


Κατάρτι μεσιανό ταιριάζει το μολύβι μου
και το χαρτί λευκό πανί που κυματίζει.
Κι είναι το πέλαο βαθύ κι ατέλειωτο
που σιωπηλά από τα μάτια μου αναβρύζει.
Πώς τόσο φως ξεχύθηκε μεμιάς, πώς ένα γύρω
μες στο μυαλό μου γιορτινή η μέρα απλώθηκε!
Κατάλευκη, αγνή, περιστεράκι τ’ ουρανού
στο παραθύρι της καρδιάς, ήλιος χρυσός σηκώθηκε.
Και το τραγούδι μου μαζί μου συλλαβίζει.





XIX


Όταν πεθαίνει η μουσική, μένουν οι λέξεις,
γυμνές πληγές που χάραξες βαθιά
στο μπράτσο του ονείρου σου.
Καράβια ακίνητα, μια θάλασσα πλατιά και μια γοργόνα
που σε κοιτά με μάτια γυάλινα νωχελικά
κάτω απ’ τον ήλιο που ’σβησε απρόσμενα.
Όταν πεθαίνει η μουσική, μένουν οι λέξεις,
τραγούδια που εκλιπαρούν να γίνουν άνεμος
ζεστή ανάσα μες στα στήθη των παιδιών
στα ιδρωμένα χείλη του μεσοκαλόκαιρου.
Μένουν οι λέξεις, η μωρή απόδραση
                        των ανωνύμων ποιητών
στ’ ασημοπράσινο πάνω από τη γαλήνια θάλασσα
                                                                 της νοσταλγίας.





ΧΧΙΙ


Πέσε βροχή, πέσε απαλή πάνω απ’ τις έγνοιες μου
πέσε απαλή, σαν μουσική που ξεμακραίνει
αγνή και άγια σαν εικόνα μυστική, απόμακρη
φίλων που χάθηκαν στο χθες, φίλων που θά ’ρθουν.
Πέσε βροχή σαν δάκρυ που κυλά
ζεστό στο τζάμι, στα κλειστά πορτόφυλλα
μέσα στα διάπλατα ματάκια των παιδιών, μες στα μικρά
χεράκια π’ αγκαλιάζουν το παιχνίδι.
Σίμωσε λίγο ακόμη, σίμωσε
φανάρι τ’ ουρανού, γλυκό φεγγάρι
πάνω απ’ τα δέντρα, τα νερά που πρασινίζουνε
βαθιά κι ακίνητα, γαλήνια μαγεμένα.





ΧΧΧ


Δεν απομένει −είπα− πια
φωνή καμιά που να μπορεί
ψυχή να δώσει
αχ, στην ανάσα μου.
Και τα σημάδια στο χαρτί
σε μια γραμμή, ειρωνικά
μένουν κοιτώντας μ’ απορία
την αγωνία μου.
Ξέφωτα οι δρόμοι ατέλειωτα απλώνονται
κι ο κόσμος όλος ζωγραφιά στα δυο σου μάτια.
Μικρό παιδί με τα ροδακινιά σου μάγουλα
θέλω να μάθω αν μπορώ όπως και πρώτα
να ζωγραφίσω ένα καράβι με πανιά
και μια καρδιά με το μαχαίρι της κουζίνας
στη χαμηλή ξύλινη πόρτα του υπόστεγου.
Κι ίσως μπορέσω με τις χούφτες μου κλειστές
να θυμηθώ της κουκουβάγιας το βραχνό
                                                         νυχτερινό σινιάλο.





Από τη συλλογή «Μικρή περιήγηση», εκδ. Εντύποις, 2017 (β΄ έκδοση).
(α΄ έκδοση, Νέα Πορεία, 1996).

2 σχόλια: